Ο
κύριος Λι έχει έναν τέτοιο.
Επέστρεψε
εντυπωσιασμένος απ’ αυτά που πρόλαβε να
δει και να μάθει. Για μια χώρα πολύπαθη από έναν άγριο, ύπουλο, πολλών
δεκαετιών εμφύλιο μιλούσε, απίθανες καταστάσεις, έλεγε, απίστευτη βία,
προσπαθούν την ειρήνη σαν σε όνειρο και ταυτόχρονα αμφιβάλλουν.
Αλλά
και ομορφιά των ανθρώπων, κι όμως, ανοιχτοσύνη, ετοιμότητα για ζωή, ο χορός και
το τραγούδι εύκολα στα πόδια και στα χείλη.
Χορός
και τραγούδι πάνω στο θρήνο. Ίσως και ο ίδιος ο θρήνος.
Αναζητώντας
βιβλία, ο κύριος Λι, να δαμάσει κάπως τη δίψα του ξάδερφου (ή να το πούμε “να
θρέψει την πείνα του”;) για ό,τι κολομβιανό, συναντήθηκε με έναν τίτλο που τον
αιχμαλώτισε από την αρχή: « Η λήθη που θα γίνουμε». El olvido que seremos. Του Héctor
Abad Faciolince . Μαρτυρία σα λογοτεχνία. Σα λογοτεχνία, αλλά, δυστυχώς, μαρτυρία.
Του
πατέρα που αναλώνει τη ζωή του για να φωτίσει την πόλη, τη χώρα που μεγάλωσε
και ζει, του πατέρα που διασώζεται από τους φανατισμούς της εποχής του
επιχειρώντας το δυσκολότερο, να ισορροπήσει ανάμεσα, του πατέρα που στη
σκληρότητα του περιβάλλοντος αντιτάσσει μια αστείρευτη τρυφερότητα, του πατέρα
που ονειρεύεται εκεί που γνωρίζει καλά ότι τα όνειρα φέρνουν το θάνατο, επειδή
«είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς/Δεν έχουν εξημερωθεί τα
τέρατα (..)», επειδή είναι νωρίς ακόμη να μιλάμε για αγάπη.
Τον
δολοφόνησαν το 1978. Κι ο γιος του, είκοσι χρόνια μετά, τον μνημονεύει, έτσι,
όπως λέει, για να αναβληθεί μόνο μια στιγμούλα αυτή η λήθη που θα γίνουμε. Όσο,
βέβαια, και να εστιάζει στη μορφή του πατέρα, το παράλογο της επικρατούσας βίας
βρίσκει χαραμάδες και τρυπώνει από παντού, κάτι που κάνει ακόμα πιο σημαντική την αντιπαράθεση του πατέρα με το
Κακό.
Γιατρός ο μπαμπάς του Έκτορ Αμπάδ
Φασιολίνσε, γιατρός και ακαδημαϊκός, αφιερώνει τη ζωή του στην προσπάθεια να
οργανώσει την κοινωνία του απέναντι στις τραγικές ελλείψεις των προαπαιτούμενων
για την υγεία των ανθρώπων, στήνει δομές, αλωνίζει τις φτωχογειτονιές,
καταγράφει και παρεμβαίνει, στηλιτεύει τα απαράδεκτα των κυβερνήσεων και την αδιαφορία της κοινωνικής
τάξης που αναπαύεται καθήμενη στα αποκτημένα της, υπερασπίζεται με κάθε τρόπο
τα ανθρώπινα δικαιώματα, διδάσκει και αφυπνίζει συνειδήσεις. Τόσο, έτσι, που ξέρει
ότι όλο αυτό το έργο της ζωής του ισοδυναμεί με τη συγγραφή της πρόσκλησης
στους δολοφόνους του. Δεν έχει τα χαρακτηριστικά του ήρωα, «προχωρά στα
σκοτεινά», όμως νομίζω ότι ξέρουμε ότι είναι ήρωας. Απ’ αυτούς που δε σηκώνει η εποχή - ίσως και καμία εποχή.
Κείμενο
βαθιάς αγάπης και τρυφερότητας, απλά στοχαστικό, πλούσιο, ανεπιτήδευτο, ζεστό
και αληθινό, κείμενο που γράφεται για να εκπληρώσει ένα προσωπικό εσωτερικό
χρέος, αλλά που καταφέρνει να γίνει υγρασία στα μάτια του αναγνώστη.
Μπαίνει
στον πειρασμό ο κύριος Λι να αντιγράψει. Με την αγάπη των αντιγραφέων του
μεσαίωνα. Σαν για να ηχήσουν λίγο κι εδώ οι λέξεις, έτσι, σα μια μόνο στιγμούλα
που αναβάλλει τη λήθη. Και επιλέγει όχι ένα απόσπασμα από το κείμενο του
συγγραφέα˙ αλλά ένα απόσπασμα του γιατρού πατέρα του συγγραφέα, ένα απόσπασμα από
τα πολλά άρθρα του που είχε δημοσιεύσει.:
«(..)
Υπάρχει όμως μια εσωτερική δύναμη που μας ωθεί να εργαζόμαστε υπέρ εκείνων που
χρειάζονται βοήθεια. Για πολλούς, η δύναμη αυτή μετατρέπεται σε λόγο ύπαρξης. Ο
αγώνας αυτός δίνει στη ζωή τους νόημα. Έχουμε λόγο να ζούμε αν, όταν
πεθαίνουμε, ο κόσμος είναι λίγο καλύτερος χάρη στη δουλειά και στις προσπάθειές
μας. Το να ζούμε απλώς και μόνο για ν’ απολαμβάνουμε είναι μια θεμιτή ζωώδης
βλέψη. Για το ανθρώπινο ον όμως, για τον Homo Sapiens, αυτό σημαίνει να αρκείται σε πολύ
λίγα. Για να ξεχωρίσουμε από τα υπόλοιπα ζώα, για να δικαιολογήσουμε το πέρασμά
μας από τη Γη, πρέπει να αποβλέπουμε στην επίτευξη στόχων ανώτερων από την απλή
απόλαυση της ζωής. Ο καθορισμός στόχων διακρίνει μερικούς ανθρώπους από τους
άλλους. Κι εδώ το πιο σημαντικό δεν είναι να επιτυγχάνουμε αυτούς τους στόχους,
αλλά να παλεύουμε γι’ αυτούς. Δεν μπορούμε όλοι να είμαστε πρωταγωνιστές της Ιστορίας.
Ως κύτταρα που είμαστε αυτού του μεγάλου οικουμενικού ανθρώπινου σώματος,
έχουμε ωστόσο συνείδηση ότι ο καθένας μας μπορεί να κάνει κάτι για να βελτιώσει
τον κόσμο όπου ζούμε και όπου θα ζήσουν όσοι μας ακολουθήσουν. Πρέπει να
εργαστούμε για το παρόν και για το μέλλον, κι αυτό θα μας προσφέρει μεγαλύτερη
χαρά από την απλή απόλαυση των υλικών αγαθών. Η γνώση ότι συμβάλλουμε στο να
γίνει ο κόσμος καλύτερος πρέπει να είναι η μέγιστη ανθρώπινη φιλοδοξία» ( σελ.
286-7)
Δεν
το διαβάζει άκριτα ο κύριος Λι το απόσπασμα. Δεν είναι ότι δεν έχει τις
αμφιβολίες του και το δικό του προβληματισμό πάνω στα θέματα που διαβάζει˙ όμως
τον συγκινεί πάντα αυτή η αγαθή ανθρώπινη τάση. Είτε αποτελεί ψευδαίσθηση, είτε
αναγκαίο όρο για την ύπαρξή μας. (Αλλά, όπως θα του έλεγε ο αδερφός του, μήπως
και η ψευδαίσθηση δεν είναι αναγκαίος όρος για την ύπαρξή μας, ρε;»)