Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

ἐκ πάσης γῆς τά πάντα







ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
          (Εισάγονται λοιπόν στην πόλη μας, καθώς είναι μεγάλη, όλων των ειδών τα καλούδια απ’  όλα τα μέρη του κόσμου κι έτσι και μεις έχουμε τη χαρά να απολαμβάνουμε με στον ίδιο βαθμό και τους καρπούς της γης μας αλλά και κάθε άλλης γης.)

          Αυτά έλεγε ο Περικλής κι αυτά σημείωνε ο Θουκυδίδης στον περίφημο και απολαυστικόν Επιτάφιο.
          Περίφημος κι απολαυστικός μεν, ύμνος δε στη Δύναμη και στην Επιβολή της Πόλης, αλλά  και στον ιμπεριαλισμό, θα τόνιζε και η αντιπολίτευσις..

          Τις μέρες που ο περίγυρος ακολουθεί, αναπαράγει, κοινωνεί τα έθιμα, ο κύριος Λι κινείται στην περιφέρεια αυτών των ρημάτων. Διστακτικός και περίσκεπτος. Τις προάλλες, περνώντας από μία κοσμική πλατεία, μία κοσμική ώρα, έξω από ένα κοσμικό ταχυφαγείο, είδε την ταμπέλα στην είσοδο: «δοκίμασε τα νηστίσιμα σούπερ burgers”. Ο περίγυρος, μέσα στην οχλοβοή, την κατανάλωση, τη διασκέδαση  της εδώ-είναι-η-ζωή  νυχτερινής πλατείας, ετοιμαζόταν για τη χριστιανική του νηστεία. Α, όχι! Ώρες ώρες η φυγόκεντρη δύναμη της περιφέρειας στην οποία κινείται ο ήρωάς μας είναι εκτιναχτική..
          Γνωστό: νηστεία για να «καθαρίσει» ο οργανισμός και η ψυχή, για να ανυψωθεί η πνευματικότητα, για να προσεγγίσει ο άνθρωπος το θείο (ε, το Θείον), για να ενδοσκοπήσει και να ηθικοποιηθεί. Κάπως έτσι.
          Και γίνεται έθιμο˙ συνήθεια˙ σκυτάλη από γενιά σε γενιά.

          Τι κρατάει, συλλογίζεται ο Λι, ο άνθρωπος από τα έθιμα; Ό,τι και το μωρό από τα εκπαιδευτικά δώρα: το περιτύλιγμα, μόνο αν είναι ελκυστικό κι αυτό. Από τις απόκριες το γλέντι, από τη νηστεία της καθαρής δευτέρας το φαγοπότι, από το Πάσχα το ντερλίκωμα του ματαίως θυσιαζόμενου για τα χριστιανικά οράματα οβελία. Η στέρηση δε μας ταιριάζει. Την καθαρή Δευτέρα καταφτάνουν στα λιτά χριστιανικά μας τραπέζια καλούδια απ’  όλες τις θάλασσες, που τα απολαμβάνουμε στον ίδιο βαθμό με όλα τα άλλα καθημερινά μας καλούδια, που θα ‘ λεγε και ο βαυκαλιζόμενος για το imperio του Περικλής.
          Από το έθιμο της  νηστείας κρατήσαμε την αφθονία, την πρωτότυπη ικανοποίηση της γαστρονομικής μας απόλαυσης, και το συνεπακόλουθο γλέντι.
          «Πρώτα χτίζει θεωρίες και ιδεολογίες για να βελτιώσει τον εαυτό του ο άνθρωπος», σκέφτεται ο Λι, «και μετά απλώς προσαρμόζει τις θεωρίες και τα ιδεολογίες στα μέτρα και στις ανάγκες του. Μικρός αυτός, μεγάλες αυτές, πού να τις φτάσει!»
          Του δίνουμε ένα δίκιο, ε;

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

"τι δουλειά κάνεις, κύριε;"


Ο κ. Λ. την είχε προσέξει από το διάδρομο: Άσπρη στολή, χοντρά μυωπικά γυαλιά, δόντια της έλειπαν και, καθώς ψαχούλευε κάτι κιβώτια με φάρμακα και ορούς, μιλούσε μόνη της, μάλλον «απαντώντας» σε μιαν  ασθενή που σε κάποιο δωμάτιο βάιζε.
            Τη χρειάστηκε να αλλάξει σεντόνια στη μητέρα του, οπότε την πλησίασε και της το ζήτησε. Παρόλο που την κάθε φράση της  την έκλεινε με το «κύριε», ο κ.Λ. διέκρινε μια κάποια αγένεια στην εκφορά του λόγου της και τον όλο τρόπο της.
            «Κάτσε, κύριε, περίμενε. Θα φέρω εγώ τα σεντόνια, να είσαι εκεί να τα αλλάξουμε, κύριε. Μη φύγεις» - χωρίς «κύριε» το τελευταίο.
            Κύριος ο κ. Λ., την περίμενε. Ήρθε σύντομα συνεχίζοντας να μονολογεί δυνατά και χωρίς κανείς να καταλαβαίνει το θέμα της. Μπορεί, άλλωστε, ο ίδιος ο μονόλογος να ήταν το θέμα της.
            «Έλα, κάτσε από κείνη τη μεριά και κράτα το, κύριε, να το τεντώσουμε και να το πιάσουμε από κάτω».  Και εκεί, καθώς είχαν σκύψει τα κεφάλια και οι δύο προσπαθώντας να τεντώσουν το σεντόνι στο προσκέφαλο της μαμάς, μπροστά στις υπόλοιπες ασθενείς που παρακολουθούσαν τη διαδικασία, «τι δουλειά κάνεις, κύριε;», ρώτησε δυνατά.
            Απρόσμενη ερώτηση, καθόλου της ώρας, απροσχημάτιστη και βίαιη εισβολή στον εσωτερικό του χώρο, ο κ. Λ. ξαφνιάστηκε και κάπως ντράπηκε. Δε συνήθιζε, άλλωστε, τα εν οίκω να τα κουβαλάει φυσικά και αβίαστα εν δήμω. Και ενώ, με χαμηλή πάντως φωνή,  απάντησε για το επάγγελμά του,  συμπλήρωσε αμέσως: « όπως και να ‘χει, δεν έχω εξασκηθεί στη δουλειά μου στο στρώσιμο σεντονιών».

            Φυσικά, το ήξερε ότι η ερώτηση δεν είχε γίνει σε σχέση με το στρώσιμο των σεντονιών. Ότι από καθαρή αδιακρισία έγινε, από χοντροκοπιά που επειδή ακριβώς είναι χοντροκοπιά δεν παίρνει καμιά προφύλαξη για να κρυφτεί, από έλλειψη καλών τρόπων, από αγένεια έγινε. Και η συμπλήρωση του κ..Λ., που συνδύαζε τη δουλειά του με το στρώσιμο των σεντονιών,  στόχο είχε να απαλύνει αυτή την αγένεια. Να δώσει ένα άλλοθι στην αδιακρισία   του άλλου. Να μειώσει την άσχημη εντύπωση. Να ισορροπήσει, τέλος πάντων, το διάλογο. Να κάνει να φανεί στον πραγματικό ή στο φανταστικό ακροατή πως αυτό που ακούστηκε δεν ήταν ακριβώς αυτό που ακούστηκε.
            Ο κ. Λ. είναι ένας άνθρωπος βαθιά ευγενής. Ντρέπεται για την αγένεια των άλλων. Είναι από τους τύπους που όταν η παρέα του φωνάζει ανάρμοστα σε κάποιον χώρο θα κοιτάζει γύρω απολογητικά. Που αισθάνεται άβολα όταν κάποιος δίπλα του παραβιάζει βασικούς κανόνες ευγένειας. Που ζητάει συγγνώμη ακόμα και γι’ αυτά που δεν έκανε.
            Έτσι πιστεύει, τουλάχιστον, ο ίδιος.
            Είναι όμως έτσι;

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Τ' όνειρο δε μουσκεύει στη βροχή




            Μπορεί ο κύριος Λι να είναι μια οντότητα άυλη και δη διαδικτυακή, όμως, μη  νομίζετε, έχει κι αυτός τα βάρη του. Και μπορεί, επίσης, να μη με έχει εξουσιοδοτήσει, εμένα, το βιογράφο του, να τα βγάζω όλα στη φόρα φάτσα κάρτα, αλλά κι εγώ τι σόι παντογνώστης αφηγητής θα ήμουν αν δεν παρείχα τις πληροφορίες που κρίνω στους διψασμένους αναγνώστες του;
          Τον έβλεπα, λοιπόν, προχτές που έσερνε τα βήματά του βαριά, γονατισμένος σχεδόν από τα σοβαρά προβλήματα που παρουσιάζονται με τον Υιοθετημένο. Και, καθώς αναρωτιόμουν πού βρίσκει και αντλεί δύναμη και κουράγιο όταν τον επισκέπτονται τα βάσανα, θυμήθηκα μια παλιότερη επιστολή του προς τον αδερφό του το Δίδυμο. Την παραθέτω:
          « ‘Όπου κι αν σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη’, έγραφε ο Οδ. Ελύτης, Μπούφο, θυμάσαι; Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Εγώ μνημονεύω κυρίως Ρίτσο. Ξέρεις γιατί; - δε θυμάμαι˙ την έχουμε ξανακάνει την κουβέντα; Λοιπόν, κοίτα.
          Το βιογραφικό του κατέχει το ρεκόρ της συσσώρευσης ασήκωτων βαρών. Δε θα στα πω με λεπτομέρειες, άνοιξε και κανένα βιβλιαράκι. Διάβασε, π.χ, το σημείωμα βιογραφίας που γράφει γι’ αυτόν η Αγγελική Κώττη. Από παιδί συναντιέται με το θάνατο του αδερφού του και της μητέρας του, με τη φυματίωση που θα τον απειλεί για δεκαετίες και θα τον στέλνει σε σανατόρια, άσυλα, νοσοκομεία, με τον εγκλεισμό του πατέρα του και της αδερφής του στο ψυχιατρείο, με τη φτώχεια για πολλά χρόνια, τον πόλεμο και την κατοχή και μετά με αλλεπάλληλες διώξεις, φυλακίσεις, εκτοπίσεις, εξορίες, τέλος πάντων, τα γράφω όλα μαζί και το χαλάω, το θέμα είναι να αντιληφθείς ότι αυτό ήταν το ασήκωτο πλαίσιο μιας 60ετίας περίπου.
          Τώρα, πες μου εσύ: Από πού βρίσκει και περνάει στην ποίησή του όλο αυτό το αστείρευτο φως,  όλος αυτός ο ασίγαστος δυναμισμός, η αγάπη για τη ζωή, η αισιοδοξία, η αγωνιστικότητα, η πίστη στον άνθρωπο, η εμμονή στις αξίες, σε ιδανικά και οράματα; Πώς φυτρώνει ένα κυκλάμινο «στου βράχου τη σχισμάδα»; Πού βρίσκει χρώματα κι ανθεί, πού μίσχο και σαλεύει;
          Γιατί Ρίτσο, λοιπόν;


Γιατί θέλω κι εγώ να ντύσω την πίκρα των ημερών με φως, πολύ φως
Ø ("Είναι άνοιξη πια, δε χωράει η πίκρα μέσα στο φως")
Ø ( " Όπου κι αν ψάξεις είναι φως, το φως κερδίζει απ΄την αρχή τα χέρια μας.")
Ø ( " γράφω στίχους, να διαλύσω με την ποίηση και με την αγάπη σου τη λύπη του κόσμου.")

κι όχι μόνο να το κερδίζω το φως, αλλά να το προσφέρω,
Ø («Α, να ΄σαι ήλιος, να χαρίζεις φως…»)
Ø ( " εμείς τραγουδάμε / για να σμίξουμε τον κόσμο » )

για να νιώθω τη χαρά και την αγάπη  της ζωής και του αγώνα που κάνει αυτή τη ζωή ομορφότερη.
Ø ( " Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας και δεν μπορούμε πια να κοιμηθούμε")
Ø ( " Ο κόσμος σου λέω, είναι όμορφος/ ό,τι κι αν πεις, ό,τι κι αν κάνεις/ όμορφος. Το μέλλον είναι σίγουρο/ αδελφέ μου. Ό,τι κι αν γίνει – σίγουρο./ δεν υπάρχουν πια αποσιωπητικά/ στη φωνή ή στη σιωπή μας./ Όμορφος. Μπορείς να κάνεις πίσω/ τους τροχούς του ήλιου;" )
Ø ( " άκου τι όμορφα που τραγουδάει η βροχή, τι όμορφα που τραγουδάει η καρδιά μας. Τ' όνειρο δε μουσκεύει στη βροχή." )
Ø ( " Ποτέ δε θα σωπάσω. Σα να φοβάμαι μη και δεν προφτάσω να τραγουδήσω όλη την ομορφιά και την αγάπη." )

Μνημονεύω Ρίτσο για την κατάφαση στη ζωή, την αισιοδοξία, το αύριο που το θέλω να χαμογελάει,
Ø ( " Βρίσκουμε τη φλέβα που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε" )
Ø ("Να λες ουρανός ·κι ας μην είναι" )
Ø ( "Καλημέρα σου λέω και το πιστεύω")
Ø ("Νιότη απ΄τη νιότη σου έπαιρνα")
Ø (   "Φύτεψα ένα δέντρο. Θα το μεγαλώσω. Ό,τι κι αν γίνει δε γυρίζω πίσω." )
γιατί, επιτέλους, συναντάω στάση ζωής και όραμα που μπορούν να εμπνέουν,
για τη συντροφικότητα που τόσο μας λείπει και τόσο την αποζητάμε
Ø ( " Όλη η καρδιά μου ζεσταίνεται στην παλάμη της στοργής σου")

Κατάλαβες, μικρέ, ή πρέπει να σου εξηγήσω;»

          Έτσι, κάπως απότομα, τελειώνει το γράμμα του Λι στον Δίδυμο και καθώς το βλέπω χαμογελάω και λέω πως ο ήρωάς μου θα τις αντέξει τις δυσκολίες που περνάει, έχει αναπτύξει καλές άμυνες με τα χρόνια και, ευτυχώς, η ποίηση γι’ αυτόν δεν έχει μείνει στο επίπεδο των ωραίων λόγων.






Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

δίκην κόκκινου λεκέ


           «Γραμμένο βαθιά στα κύτταρα του ανθρώπου πρέπει να είναι το δέος του απέναντι στο Μεγάλο. Σε κάθε τι που έχει μέγεθος.  Ένα δέος, βέβαια, που η κάθε εξουσία το εκμεταλλεύεται δεόντως. Και κείνο που είναι ενδιαφέρον να δει κανείς είναι πώς έχει καταγραφεί και καταγράφεται αυτό στις υποδηλώσεις της γλώσσας, στις αντιλήψεις μας, που θεωρούμε δεδομένες και περίπου δεν τις κρίνουμε καν, στο κοινωνικό μας υποσυνείδητο εν ολίγοις».
            Αυτά σημείωνε στο ημερολόγιό του ο κύριος Λι, ορμώμενος εκ του αντιθέτου. Εκείνο το πρωί είχε παίξει το ρόλο του δολοφόνου και μάλιστα του δολοφόνου που ασκεί το έργο του αντλώντας εκδικητική ικανοποίηση: Το κουνούπι που όλη νύχτα δεν τον είχε αφήσει να κοιμηθεί βρισκόταν, επιτέλους, δίκην κόκκινου λεκέ, στον τοίχο.


       
     Σαν αστραπή πέρασε η απορία από το μυαλό του: «Μόλις έκανες φόνο, τι πανηγυρίζεις; τι βαρβαρότητα συναισθηματικού κόσμου κι αυτή;» Τα αμυντικά αντανακλαστικά του λειτούργησαν κι αυτά σαν αστραπή. «Τι μπορώ να κάνω; Είμαι θύμα κι εγώ της περί μεγέθους βαθιά στα ανθρώπινα κύτταρα χαραγμένης αντίληψης: «δοξάστε τα υπερμεγέθη, ταπεινώστε τα μικρά κι ασήμαντα!»
            Επικαλείται ο κύριος Λι τους κοθόρνους στο αρχαίο δράμα – επιβολή του ιερού δια του μεγέθους στους θεατές -, τα φαραωνικά, μεγαλεπήβολα κτίσματα των αρχαίων ανατολικών λαών αλλά και τα αρχιτεκτονήματα του φασισμού στον εικοστό αιώνα, τεράστια για να εκμηδενίζουν τον άνθρωπο και να υμνούν τους εξουσιαστές, το διαχρονικό θαυμασμό, που τείνει να γίνει υποταγή, σε κάθε μεγάλο, τη διαχρονική μεγαλομανία των πάντων – «το μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης», «ο μεγαλύτερος ουρανοξύστης του κόσμου», «ο πύργος του Άιφελ έχει ύψος  τόσα και μέτρα..», τα ρεκόρ γκίνες που πάσχουν από μεγεθομανία - , τις άπειρες λέξεις άπειρων γλωσσών που (δεν) κρύβουν αυτή την πίστη στο Μεγάλο και την υποτίμηση στο Μικρό – «α, ρε, Μεγάλε!», «γίγαντα!», κοντοστούπης, τάπας, νιάνιαρο, σαμιαμίδι – ακόμα και τις προσφορές των σούπερ μάρκετ για ακόμα περισσότερο προϊόν στις συσκευασίες, το Μεγάλο στο ύψος, στην ηλικία, στην εμπειρία, στη γνώση, σε όλα τα αντικείμενα που συγκρίνουν τα παιδάκια μεταξύ τους, για να καμαρώσουν ότι το δικό τους είναι το μεγαλύτερο,
             επικαλείται αυτά και πολλά άλλα ο κύριος Λι, για να ελαφρύνει την κατηγορία που του απέδωσε η συνείδησή του, αυτή της ανέμελης δολοφονίας του κουνουπιού,
            και νάτος τώρα, έμπλεος αποριών, συνεχίζει να σημειώνει στο ημερολόγιό του «ωραία, και τι να κάνω τώρα, να τα αφήνω να μου πίνουν το αίμα ή να περιμένω να μεγαλώσουν, για να αναμετρηθώ μαζί τους σαν ίσος προς ίσα; Κι ύστερα; Πολεμιέται η χαραγμένη στα κύτταρα κατάστασή μας ή όχι; Πολιτισμός είναι να αλλάζεις τη φύση σου ή να την αποδέχεσαι και να τη διαχειρίζεσαι με τα μέσα σου  που συνεχώς εξελίσσεις;»

            Βαθέως στοχάζεται ο ήρωάς μας. Ούτε απ’ αυτό, φαίνεται, τη γλιτώνει. Βαθέως χαραγμένος στα κύτταρά του ο στοχασμός. Ας τον κατανοήσουμε. Μήπως κι εμείς δεν έχουμε τις βαθιά χαραγμένες στα κύτταρά μας αδυναμίες μας;