Το
μικρό κι ασήμαντο που ανοίγει διάπλατο το παράθυρο στη ζωή είχε συναντήσει
κάποτε ο κύριος Λι και στο Ζορμπά του Καζαντζάκη. Μετά από την περίοδο που
έζησαν μαζί οι δυο ήρωες του έργου, ο συγγραφέας και ο Ζορμπάς, παίρνουν ο
καθένας το δρόμο του. Περνάει καιρός χωρίς να επικοινωνούν. Και μια μέρα, στο
Βερολίνο, ο συγγραφέας λαμβάνει ένα τηλεγράφημα
απ’ τον Ζορμπά: «Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην˙ ελθέ αμέσως.
Ζορμπάς».
Το θυμάται τώρα που πετάει με τη Μικρή του
Φίλη ο κύριος Λι για Βερολίνο. Φοβάται πολύ τ’ αεροπλάνα η Μικρή Φίλη, τα
απολαμβάνει ο Λι. Την πειράζει, για να διασκεδάσει τους φόβους της:
- Ξέρεις πώς κλίνεται η πτήση, ρωτάει.
-Εκείνη καταλαβαίνει τις προθέσεις του
κι απλώς καταφέρνει να του χαρίσει ένα, μάλλον μισό, χαμόγελο.
- Η πτήση .. της πτώσης.., κάνει πως
κλίνει ο Λι και ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Τρώει μία με το διαφημιστικό στο
κεφάλι και γελάει ακόμα περισσότερο.
Η Μικρή Φίλη αποφασίζει να τον
αντιμετωπίσει. Του εξηγεί:
- Ξέρεις γιατί γελάς; Γελάς γιατί δεν
πιστεύεις ότι θα σου συμβεί εσένα η πτώση. Γιατί την αποδιώχνεις αυτή τη σκέψη.
Την κοιτούσε χαμογελαστός ακόμα,
ωστόσο όλο και πιο συγκεντρωμένος.
- Για συνέχισε, να δω πού το πας.
- Συνεχίζω, αλλά δε θα με διακόψεις
κατά την προσφιλή σου συνήθεια.
- Ω, όχι, θα σ’ αφήσω να μιλάς κι εγώ
θα απολαμβάνω την πτώσ .. ε.. την πτήση μας, είπε και γύρισε ελαφρά προς το παράθυρο
που ανοιγόταν στο άπειρο του ουρανού. «Λοιπόν, τι θα έλεγες;»
- Άκουσε, Λάμπρο, σοβαρά τώρα. Τη
φοβούνται όλοι την πτώση. Την τρέμουν. Τη φοβόμαστε τόσο που δεν την
πιστεύουμε. Υιοθετούμε ρουτίνες που μας αρέσει να ξεγελιόμαστε πως θα κρατήσουν
για πάντα˙ το ευμετάβλητο των πραγμάτων είναι για τους άλλους˙ παριστάνουμε πως
μας ανήκει δικαιωματικά η αδιατάρακτη συνέχεια, πως τίποτα δε θα γκρεμίσει την
ισορροπία μας˙ σφυρίζουμε ανέμελοι στο
πεδίο της μάχης - κι ας σκάνε οι οβίδες
δίπλα μας, ας παρακολουθούμε τις αιφνίδιες πτώσεις εχθρών και φίλων˙ αποδιώχνουμε
κάθε δυσοίωνη σκέψη, ούτε καν τα ονόματα των πραγμάτων δεν προφέρουμε, λες κι
αν δεν τα προφέρουμε δε θα συμβαίνουν: «έφυγε», δεν πέθανε, «η κακιά αρρώστια»,
όχι ο καρκίνος˙ κι απ’ την άλλη: « τον
πρόδωσε η καρδιά του» - λες και είχε
συνάψει συμφωνία πως θα χτυπούσε εσαεί, εις τους αιώνας των αιώνων.
- Τελικά τα κατάφερες. Σοβαρέψαμε.
Του χάρισε το δεύτερο χαμόγελο της
πτήσης. Πιο ζεστό απ’ αυτό που μοίραζε αργότερα η αεροσυνοδός περνώντας να
ελέγξει αν είχαν βάλει όλοι τις ζώνες για την προσγείωση.
- Βλέπεις, απευθύνθηκε στη Μικρή του
Φίλη, ασφαλίζοντας και τη δική του. Ζώνες,
σωσσίβια, αλεξίπτωτα, φρένα, συστήματα ελέγχου.. Αγωνίζεται ο καημένος ο
άνθρωπος ενάντια στην πτώση. Κάνει ό,τι μπορεί.
-Ναι. Ξέροντας ότι δεν μπορεί, όμως.
Και γι’ αυτό είναι σπουδαίος! Δεν έχω δίκιο, κύριε Λι μου;
- Πφ! Λόγια του αέρα!
- Καλά, καλά. Κράτα μου το χέρι τώρα˙
φοβάμαι πολύ την προσγείωση.
Δυο άνθρωποι στον αέρα, πιασμένοι απ’
το χέρι. Αυτός ο κόσμος έχει μια απέραντη γλύκα, σκέφτεται ο κύριος Λι.