Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

και δεν τη φιάχνω;


            Ο Υιοθετημένος είναι στην εφηβεία. Κι η εφηβεία αγαπάει τα άκρα˙ τα ύψη και τα βάθη. Και συνήθως τα βάθη. Κι ο Υιοθετημένος σε ένα τέτοιο βρίσκεται. Ο Λι, ως συνήθως, προσπαθεί πλαγίως να ανασύρει στην επιφάνεια τον βυθισμένο μικρό.
            - Θυμάσαι τον κυρ Γιάννη, μικρέ; τον ρωτάει.
            - Μου έχεις πει τόσες φορές, τι απ’  όλα, άλλωστε; απαντάει ρωτώντας μάλλον απρόθυμα.
            -Άκου: Το ’53, όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός στη Ζάκυνθο, εργαζόταν στη Χαλκίδα. Εκεί τον βρήκε ένας γνωστός και γείτονας από τη Ζάκυνθο και του παρέδωσε το κλειδί του σπιτιού του στη Ζάκυνθο, που του είχε εμπιστευτεί ο νεαρός τότε  Γιάννης, όσο έλειπε.
            - Το αχρείαστο κλειδί ενός σπιτιού που δεν υπήρχε πια.
            - Ακριβώς. Είδες; Έχει πολλά πρόσωπα η προσφυγιά κι είναι όλα οδυνηρά. Στην περίπτωση του Γιάννη και των ζακυνθινών της γενιάς του δεν είναι μόνο ότι έφυγαν από τον τόπο τους˙ είναι και ότι αυτός ο τόπος έπαψε να υπάρχει, έσβησε από το χάρτη.
              Εγκαθίσταται, λοιπόν, μόνιμα στην Αθήνα ο Γιάννης, στήνει τη ζωή του εκεί, εργάζεται, κάνει οικογένεια, μεγαλώνει παιδιά, αλλά το σαράκι της απώλειας επίμονα τον σκάβει. Κι είναι αυτό που κάποια στιγμή θα του προσφέρει την τρελή, φαινομενικά, ιδέα: να αναστήσει την πόλη των παιδικών του χρόνων.
            - Να την αναστήσει; Δηλαδή; Για τη μακέτα λες;
            - Ναι, την αναπαράσταση της προσεισμικής πόλης της Ζακύνθου, που τώρα πια είναι στο μουσείο της πόλης. Κάτσε λίγο να σου διαβάσω από τις σημειώσεις που ο ίδιος έχει αφήσει – και λέγοντας ο Λι φέρνει στον Υιοθετημένο ένα παλιό αυτοσχέδιο μηχανογραφημένο τεύχος. Του διαβάζει:
 «1945 Κεφαλονιά, 1948 Χαλκίδα, υπάλληλος. Η Ζάκυνθος με περίμενε όμορφη και νοσταλγική στις άδειές μου και καμιά φορά στις γιορτές. 1953. ΣΕΙΣΜΟΣ!
            Έμεινα άφωνος. Αν ήταν δυνατό να χαθεί ολοσχερώς τέτοιο νησί! Να πάω; Γιατί; Να πειστώ με τα μάτια για την απίστευτη καταστροφή; Έκανα δέκα χρόνια να το αποφασίσω και μόνο όταν έμαθα ότι η ανοικοδόμηση είχε προχωρήσει κι ότι είχε πάρει πλέον κάποια μορφή που έμοιαζε στην παλιά, αφού διατηρήθηκαν ορισμένα βασικά στοιχεία, τότε ξεκίνησα. Ήταν το 1963.
            Τη «νέα» Ζάκυνθο, ύστερα από την πρώτη εντύπωση, δεν την έβλεπα πια. Συνεχώς – και μάταια – αναζητούσα μια γωνιά απ’ τα παλιά. Συνεχώς ανάπλαθα στο μυαλό τις γνωστές  γωνίες και κτίρια. Περπατώντας στην παραλιακή Διον. Ρώμα ένιωθα ότι περπατούσα πάνω στα γκρεμισμένα ρεπάρα! Στα πιο εσωτερικά μέρη που κυριαρχούσαν τα μικρά ισόγεια και τα λυόμενα έχανα κυριολεκτικά τον προσανατολισμό μου για το πού βρισκόμουνα. (…) Τα επόμενα χρόνια πήγαινα τακτικά στη Ζάκυνθο, αλλά πάντα η ίδια αδιόρθωτη κατάσταση: τη Ζάκυνθο συνεχώς την «έβλεπα» με την παλιά όψη κι όχι με τη νέα της φορεσιά. Κι αυτό ως το 1972 που ξυπνώντας κάποιο πρωινό κοιτούσα στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι και νοερά σχημάτιζα τη μικρογραφία μιας παλιάς γειτονιάς.
            - Και δε φιάχνω την παλιά πόλη σε μικρογραφία; Φαντάσου να ξαναδώ τη Ζάκυνθο με τα μάτια, όπως την έχω στο νου!»[1]


            - «Και δεν τη φιάχνω;». «Και δεν τη φιάχνω;»! Καταλαβαίνεις, μικρέ; Καταλαβαίνεις; ρωτούσε, εκστασιασμένος λες, ο κύριος Λι.
            - Ε, καλά, είχε όμως ταλέντο και γνώσεις και το έκανε.
            - Δεν ξέρω. Αγάπη είχε σίγουρα, αγάπη. Μικρός αντίκρυσε και θαύμασε, κατέγραψε στη μνήμη, εγχάραξε στην καρδιά, αγάπησε έντονα, απορρόφησε και αποθήκευσε πολύτιμα στοιχεία ταυτότητας και ατμόσφαιρας του τόπου του – χρώματα, μυρωδιές, δραστηριότητες, ανθρώπους, επιφάνειες, εικόνες, ήχους, συνήθειες, διαδρομές, - τα κράτησε τρυφερά σα «μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες»[2], τα διατήρησε άθικτα μέσα στην προσωπική του κιβωτό και τα ταξίδεψε μέχρι το 1972. Μέχρι εκείνο το πρωί που όλα αυτά του εμφανίστηκαν στον τοίχο ως νοητή εικόνα μιας παλιάς γειτονιάς του νησιού. Μέχρι τη στιγμή εκείνη που αυθόρμητα, παρορμητικά – θα πει ο ανυποψίαστος – σκέφτηκε να ξαναφτιάξει τη γκρεμισμένη από το σεισμό πόλη του.



            Συγκινημένος ο Λι σταμάτησε. Ήθελε να προσθέσει πως να, όταν σου γκρεμίζεται κάτι, κάτι που έχτισες, ένα σπίτι, μια επιθυμία, μια πατρίδα, ένα όνειρο, το «και δεν το φιάχνω;» είναι η απάντηση. Αλλά δε μίλησε. Πήγε να φυλάξει το παλιό φυλλάδιο στη βιβλιοθήκη, ελπίζοντας, ίσως υπερβολικά αισιόδοξα,  πως  ο Υιοθετημένος θα έπαιρνε το μήνυμα.



[1] Από το δεκαεξασέλιδο κείμενο «Η μακέτα μου κι εγώ», που έχει γράψει ο Γιάννης Μάνεσης και που  με γλαφυρό τρόπο αναφέρεται τόσο στη ζωή στη Ζάκυνθο των δεκαετιών 1930-1950, που γνώρισε ως παιδί, όσο και σε πολλές κατασκευαστικές λεπτομέρειες της μακέτας του. Το κείμενο αυτό έχει δημοσιευτεί και στο περιοδικό «Περίπλους», τ. 26, καλοκαίρι 1990.«Η μακέτα μου κι εγώ», σελ. 6-7
[2] Μ. Αναγνωστάκη, ποιητ. συλλογή Εποχές, στίχος από το ποίημα «Πέντε μικρά θέματα, III».
ΣΗΜ. Δυστυχώς, οι φωτογραφίες προέρχονται από σάρωση παλαιών φωτογραφιών και ούτε καθαρές είναι, ούτε αποδίδεται το φυσικό χρώμα πιστά.  

Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

το ηλιοσκόπιο του Μέτωνος




Τότε, στην τάξη, είχε προηγηθεί ο διάλογος του κ. Λι με την Παλιά Μαθήτρια, που τον είχε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση ή μάλλον σε θέση αποκαλυπτικής έκπληξης. Αμέριμνος και σίγουρος για την κυριαρχία του επί του διδασκομένου αντικειμένου, ο κύριος Λι σχολίαζε ένα ποίημα του Καβάφη. «Όπως βλέπετε», είπε κάποια στιγμή, «είναι πολύ ιδιαίτερη ποιητική φωνή».
            Χεράκι. Μυρσίνη.
            - Ναι, Μυρσίνη.
            - Τι σημαίνει «ιδιαίτερος», κύριε;
            Η Μυρσίνη. Με τις λοξές απορίες της.
            - Σημαίνει ότι έχει ένα πολύ δικό του, χαρακτηριστικό ύφος, που τον ξεχωρίζει, απαντάει ο ακόμα γαλήνιος δάσκαλος.
            - Μα, όλοι, δηλαδή ο καθένας, δεν έχει το δικό του τρόπο, το δικό του ξεχωριστό ύφος; Υπάρχει κανείς που δεν έχει;
            Αυτά είναι τα ωραία της εκπαίδευσης. Εκεί που ταξιδεύεις ασφαλής με το κρουαζιερόπλοιο, αίφνης βρίσκεσαι ναυαγός σε μια σχεδία, μεσοπέλαγα, χωρίς πυξίδα. Υπάρχουν στιγμές που σου γκρεμίζουν τα lego και που πρέπει να ξαναχτίσεις την κατασκευή σε άλλες βάσεις, αλλιώς.

            Τώρα, ανηφορίζουν μαζί το λόφο της Πνύκας, λίγο πριν την ανατολή της φθινοπωρινής ισημερίας, θυμούνται το διάλογο στην τάξη και γελάνε.
            - Με είχε εντυπωσιάσει η απλότητα της παρατήρησης και ταυτόχρονα το βάθος της, της λέει. 
            - Ποτέ δεν ήσουν προσεκτικός με τους μύθους, Λάμπρο, του παρατηρεί η Παλιά Μαθήτρια. Παρόλο που εσύ ο ίδιος μας είχες πει κάποτε ότι οι μύθοι ήταν ο τρόπος να ερμηνεύουμε τον κόσμο. Ότι η γοητεία τους είναι στην πίσω τους πλευρά, σ’ αυτή που δε φωτίζεται από την αφήγηση. Κι αυτό με την ιδιαιτερότητα το είδα στα έξι μου, όταν η μαμά μου διάβαζε στο κρεβάτι το μύθο του Προκρούστη. Ό,τι ξεχωρίζει το κόβουμε – φρίκη.
            - Για «να είσαι σαν τους άλλους», ε;
            - Μα, αυτό είναι το αστείο! Δεν υπάρχουν άλλοι. Υπάρχει ο καθένας, ο κάθε ιδιαίτερος, υπάρχει αυτός που δεν είναι ίδιος με κανέναν άλλο!
            - Κι όμως, Μυρσίνη, ο καθένας μας φοβάται να διαφέρει από «τους άλλους». Υπάρχει μια κρυφά επιβαλλόμενη ισότητα. Η «κοινή γνώμη», η «κοινωνία», ο «κόσμος», είναι πέτρες βαριές πάνω στην ατομικότητά μας.
            - Τόσο, που κάποιοι καθηγητές ξεχνάνε ότι όλοι είμαστε ιδιαίτεροι και μιλάνε για ιδιαίτερες καλλιτεχνικές φωνές, ε;

            Πόσα χρόνια πέρασαν από εκείνο το μάθημα; - εννοώ το μάθημα που πήρε ο κύριος Λι  από τη μαθήτριά του. Πόσα χρόνια κι ακόμα να βρει μία ικανοποιητική απάντηση;          
            Ανηφορίζουν λίγο ακόμα. Νότια προβάλλει σε όλη του την έκταση αγουροξυπνημένος ο Σαρωνικός. Μακρινός απόηχος της συμφωνίας των πρωινών ήχων της πόλης. Η Αθήνα μικρό μπάλωμα στο δέρμα της φύσης. Ο ανατολικός ήλιος,  μεγαλόθυμος, θωπευτικά τη χαϊδεύει.
            - Ανατολή φθινοπωρινής ισημερίας, ε; Δεν ακούγεται λίγο αντιφατικό αυτό;
            - Ναι, κύριε Λάμπρο. Λάμπρο Μαυρίδη..
            Γελάνε. Πάντα ετοιμοπόλεμη η Παλιά Μαθήτρια!

Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

τ' αριστερό λακκάκι του χαμόγελου



             Bραδυφλεγείς τύποι οι δίδυμοι. Τόσο, που καμιά φορά η φωτιά που θα ανάψει το φυτιλάκι μιας κουβέντας θα φανεί μέρες μετά. Προχτές, την παρατήρηση του Δίδυμου ότι όσο και να απαξιούμε να ασχολιόμαστε με θέματα όπως ο Μεγαλέξανδρος και το Μακεδονικό ασχολιούνται αυτά μαζί μας, είναι κομμάτια της ιστορίας κλπκλπ ο κύριος Λι θυμήθηκε να την απαντήσει μόλις πριν λίγο με τον αγαπημένο του τρόπο: με ένα καθυστερημένο μέιλ. Σας το έχω εδώ, φρέσκο φρέσκο και ζεστό. Μήπως κι αυτό κομμάτι της Ιστορίας δεν είναι;  Γράφει:

            « Άκουσε, Μπούφο,
            Τη ζωή μου δε μου τη διαμόρφωσαν οι μεγάλοι στρατηγοί και κατακτητές και τα μεγάλα μου προβλήματα δε μου τα έλυσαν τα βιβλία της Ιστορίας με τα διδάγματά τους. Αυτά μόνο με έμαθαν να χαμηλώνω τα μάτια, να έχω απέχθεια στο αίμα και να τρομάζω με το άγριο φορτίο  των ανθρώπων.
            Τη ζωή μου τη διαμόρφωσαν όσοι μου άνοιγαν μονοπάτια αγάπης˙ όσοι μου εστίαζαν το βλέμμα μου στα μικρά του κόσμου. Κι εστιάζοντας στα μικρά, θαύμα, τα έβλεπα μεγάλα. Τα λόγια που ειπώθηκαν  διαμόρφωσαν τη ζωή μου, αδερφέ, τα χέρια που απλώθηκαν, τα φιλιά που δόθηκαν κι εκείνα που δεν τόλμησαν, τα δάκρυα των αποχωρισμών και των αφίξεων, οι κουβέντες που έσβηναν στο μικρό ποτήρι του κρασιού, οι κινήσεις που ψιθύριζαν «εδώ είμαι», τα αγγίγματα στον ώμο, οι υπερβάσεις των ορίων, τα «όχι μέχρι εκεί», οι αγκαλιές καταφύγια κι οι αγκαλιές χαράς, εσύ, τα ξεφτίδια της κάθε ήττας, η μικρή κουρελού της κουζίνας και τ’ αναμμένο τη νύχτα πορτατίφ, η κορομηλιά του κήπου, οι υποσχέσεις κι η ανάγκη τους, οι συμβουλές που ζητήθηκαν κι αυτές που αγνοήθηκαν, οι συγγνώμες  και τα παράτα μας, τα πιο μικρά ίχνη της αγάπης στο κατάστικτο δέρμα μου, η ησυχία της νύχτας που σέβεται την ανάσα μας κι η ανάσα που σέβεται την ησυχία της νύχτας, τα γράμματα που γλιστρούσαν κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας κι αργότερα στο ηλεκτρονικό κουτί και φώναζαν «δεν είμαστε μόνοι», το μολύβι των υπογραμμίσεων που χάραζε το σχήμα της καρδιάς και της σκέψης μου, οι ματιές, οι ευθύβολες ματιές απ’ τα μάτια στα μάτια, το δεξί κι αριστερό λακκάκι του χαμόγελου˙

            να πω κι άλλα, αδερφέ, ή θα συνεχίσουμε την κουβέντα για το Μεγαλέξανδρο;»

Στη Μοσχούλα, για το δικό της μονοπάτι αγάπης

Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

# ### ##### ##### ή Τα αναγνωστικά κριτήρια του κ. Λι



            Λίγη διαστροφή χρειάζεται. Και ίσως και κάποιες άλλες αδυναμίες, όπως η ατολμία ή η διστακτικότητα, ή η ευνουχιστική κοινωνική δειλία, που εξασφαλίζουν μια πλούσια εσωτερική ζωή και ασφαλώς  την υπερτροφία της φαντασίας.
            Εξοπλισμένος με όλες αυτές τις προσωπικές αρετές -  και άλλες πολλές που δεν είναι της παρούσης -, ο Λι-νέος, πολύ νέος, ταξιδεύει με το υπεραστικό λεωφορείο της δεκαετίας του ’80. Και βέβαια είναι κιόλας ερωτευμένος. Με την κοπέλα που βρίσκεται λίγες θέσεις διαγώνια και πίσω του. Που είναι όλα ωραία πάνω της, ονειρικά. Που είναι, άμα τη θεάσει της,  η κοπέλα της ζωής του. Και που διαβάζει.
            Διαβάζει; Τι διαβάζει; Διαβάζουν τα όνειρα; Τι; Τι διαβάζει η κοπέλα;
            Λυσσάει ο νεαρός Λι να μπει στον κόσμο του ονείρου του που σήμερα έχει τη μορφή μιας φοιτήτριας βυθισμένης στην ανάγνωση!
            Ο Λι ξέρει απέξω λίγο πολύ όλες τις εκδόσεις της εποχής – δεν είναι και τόσες όπως σήμερα. Και παρόλο που δε διακρίνονται τα γράμματα του τίτλου, όμως το σχήμα του εξωφύλλου φαίνεται: Ένα πλατύ και χρωματιστό περιμετρικό περίγραμμα πλαισιώνει το άσπρο εξώφυλλο. Στο λευκό μόνο ο τίτλος και κάτω ένα σήμα – μάλλον του εκδοτικού οίκου. Με ικανοποίηση ο ερωτευμένος Λι αναγνωρίζει το τυπικό εξώφυλλο των εκδόσεων «Οδυσσέας»! Αλλά ο τίτλος δε διακρίνεται με τίποτα. Στάσου, όμως! Διακρίνεται ο αριθμός και το μέγεθος των λέξεων του τίτλου. Τέσσερις μικρές λέξεις, η πρώτη πολύ μικρή, προφανώς άρθρο.
            Το λεωφορείο φτάνει στον καθόλου ονειρικό σταθμό, το όνειρο δραπετεύει χωμένο σε μια αγκαλιά άφιξης, βράδιασε απότομα, ο Λι έφτασε σπίτι, αλλά ο έρωτας ανέστιος επιμένει. Επιμένει και βρίσκει τον πίνακα με τις λίγες δεκάδες των εκδόσεων του «Οδυσσέα», ο οποίος υπάρχει στις τελευταίες σελίδες κάθε έκδοσης. Και ψάχνει τρεις  μικρές λέξεις με ένα άρθρο μπροστά και, ναι, μία μόνο εκδοχή υπάρχει: « Η ζωή είναι αλλού», Μίλαν Κούντερα!  Ο ενθουσιασμός της ανακάλυψης σχεδόν πληρώνει το κενό του απωλεσθέντος ονείρου. Και, επίσης, «Μίλαν Κούντερα»; Ποιος είναι αυτός ο συγγραφέας που μόλις τότε είχε αρχίσει να μεταφράζεται στην Ελλάδα; Πώς στο καλό δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτόν; Τι ήξερε η οπτασία του που δεν ήξερε αυτός;
            Εννοείται πως την επόμενη μέρα θα πάει να αγοράσει το βιβλίο – πόσο σοβαρότερες ασχολίες μπορεί να έχει ένας αιθεροβάμων φοιτητής; -, εννοείται πως θα το ρουφήξει με μεγάλη δίψα και περιέργεια , εννοείται πως επιζητά να κρατήσει αναμμένη τη φωτίτσα του υπεραστικού του έρωτα.
            Εκείνο που δεν ήξερε αγοράζοντας το βιβλίο είναι ότι στον τσέχο συγγραφέα συναντούσε έναν άλλο έρωτα ζωής, που πέρασε χρόνια μαζί του γοητευμένος, συζητώντας ακόρεστα, ανταλλάσσοντας σκέψεις και συναισθήματα, ομορφαίνοντας τη ζωή.
            Φαίνεται πως ο έρωτας ήταν αλλού.

Στον Τώνη, βέβαια, πού αλλού;