Ο Υιοθετημένος είναι στην
εφηβεία. Κι η εφηβεία αγαπάει τα άκρα˙ τα ύψη και τα βάθη. Και συνήθως τα βάθη.
Κι ο Υιοθετημένος σε ένα τέτοιο βρίσκεται. Ο Λι, ως συνήθως, προσπαθεί πλαγίως
να ανασύρει στην επιφάνεια τον βυθισμένο μικρό.
- Θυμάσαι τον κυρ Γιάννη, μικρέ; τον ρωτάει.
- Μου έχεις πει τόσες φορές, τι απ’ όλα, άλλωστε; απαντάει ρωτώντας μάλλον
απρόθυμα.
-Άκου: Το ’53, όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός στη Ζάκυνθο,
εργαζόταν στη Χαλκίδα. Εκεί τον βρήκε ένας γνωστός και γείτονας από τη Ζάκυνθο
και του παρέδωσε το κλειδί του σπιτιού του στη Ζάκυνθο, που του είχε
εμπιστευτεί ο νεαρός τότε Γιάννης, όσο
έλειπε.
- Το αχρείαστο κλειδί ενός σπιτιού που δεν υπήρχε πια.
- Ακριβώς. Είδες; Έχει πολλά πρόσωπα η προσφυγιά κι είναι
όλα οδυνηρά. Στην περίπτωση του Γιάννη και των ζακυνθινών της γενιάς του δεν
είναι μόνο ότι έφυγαν από τον τόπο τους˙ είναι και ότι αυτός ο τόπος έπαψε να
υπάρχει, έσβησε από το χάρτη.
Εγκαθίσταται, λοιπόν, μόνιμα στην Αθήνα ο Γιάννης, στήνει τη ζωή του εκεί, εργάζεται, κάνει οικογένεια, μεγαλώνει παιδιά, αλλά το σαράκι της απώλειας επίμονα τον σκάβει. Κι είναι αυτό που κάποια στιγμή θα του προσφέρει την τρελή, φαινομενικά, ιδέα: να αναστήσει την πόλη των παιδικών του χρόνων.
Εγκαθίσταται, λοιπόν, μόνιμα στην Αθήνα ο Γιάννης, στήνει τη ζωή του εκεί, εργάζεται, κάνει οικογένεια, μεγαλώνει παιδιά, αλλά το σαράκι της απώλειας επίμονα τον σκάβει. Κι είναι αυτό που κάποια στιγμή θα του προσφέρει την τρελή, φαινομενικά, ιδέα: να αναστήσει την πόλη των παιδικών του χρόνων.
- Ναι, την αναπαράσταση της προσεισμικής πόλης της Ζακύνθου,
που τώρα πια είναι στο μουσείο της πόλης. Κάτσε λίγο να σου διαβάσω από τις
σημειώσεις που ο ίδιος έχει αφήσει – και λέγοντας ο Λι φέρνει στον Υιοθετημένο
ένα παλιό αυτοσχέδιο μηχανογραφημένο τεύχος. Του διαβάζει:
«1945
Κεφαλονιά, 1948 Χαλκίδα, υπάλληλος. Η Ζάκυνθος με περίμενε όμορφη και
νοσταλγική στις άδειές μου και καμιά φορά στις γιορτές. 1953. ΣΕΙΣΜΟΣ!
Έμεινα
άφωνος. Αν ήταν δυνατό να χαθεί ολοσχερώς τέτοιο νησί! Να πάω; Γιατί; Να πειστώ
με τα μάτια για την απίστευτη καταστροφή; Έκανα δέκα χρόνια να το αποφασίσω και
μόνο όταν έμαθα ότι η ανοικοδόμηση είχε προχωρήσει κι ότι είχε πάρει πλέον
κάποια μορφή που έμοιαζε στην παλιά, αφού διατηρήθηκαν ορισμένα βασικά
στοιχεία, τότε ξεκίνησα. Ήταν το 1963.
Τη
«νέα» Ζάκυνθο, ύστερα από την πρώτη εντύπωση, δεν την έβλεπα πια. Συνεχώς – και
μάταια – αναζητούσα μια γωνιά απ’ τα παλιά. Συνεχώς ανάπλαθα στο μυαλό τις
γνωστές γωνίες και κτίρια. Περπατώντας
στην παραλιακή Διον. Ρώμα ένιωθα ότι περπατούσα πάνω στα γκρεμισμένα ρεπάρα!
Στα πιο εσωτερικά μέρη που κυριαρχούσαν τα μικρά ισόγεια και τα λυόμενα έχανα
κυριολεκτικά τον προσανατολισμό μου για το πού βρισκόμουνα. (…) Τα επόμενα
χρόνια πήγαινα τακτικά στη Ζάκυνθο, αλλά πάντα η ίδια αδιόρθωτη κατάσταση: τη
Ζάκυνθο συνεχώς την «έβλεπα» με την παλιά όψη κι όχι με τη νέα της φορεσιά. Κι
αυτό ως το 1972 που ξυπνώντας κάποιο πρωινό κοιτούσα στον τοίχο δίπλα στο
κρεβάτι και νοερά σχημάτιζα τη μικρογραφία μιας παλιάς γειτονιάς.
-
Και δε φιάχνω την παλιά πόλη σε μικρογραφία; Φαντάσου να ξαναδώ τη Ζάκυνθο με
τα μάτια, όπως την έχω στο νου!»[1]
- «Και
δεν τη φιάχνω;». «Και δεν τη φιάχνω;»! Καταλαβαίνεις, μικρέ; Καταλαβαίνεις; ρωτούσε,
εκστασιασμένος λες, ο κύριος Λι.
- Ε, καλά, είχε όμως ταλέντο και γνώσεις και το έκανε.
- Δεν ξέρω. Αγάπη είχε σίγουρα, αγάπη. Μικρός αντίκρυσε
και θαύμασε, κατέγραψε στη μνήμη, εγχάραξε στην καρδιά, αγάπησε έντονα,
απορρόφησε και αποθήκευσε πολύτιμα στοιχεία ταυτότητας και ατμόσφαιρας του
τόπου του – χρώματα, μυρωδιές, δραστηριότητες, ανθρώπους, επιφάνειες, εικόνες,
ήχους, συνήθειες, διαδρομές, - τα κράτησε τρυφερά σα «μια σπίθα τρεμόσβηστη
στις υγρές μου παλάμες»[2],
τα διατήρησε άθικτα μέσα στην προσωπική του κιβωτό και τα ταξίδεψε μέχρι το
1972. Μέχρι εκείνο το πρωί που όλα αυτά του εμφανίστηκαν στον τοίχο ως νοητή
εικόνα μιας παλιάς γειτονιάς του νησιού. Μέχρι τη στιγμή εκείνη που αυθόρμητα,
παρορμητικά – θα πει ο ανυποψίαστος – σκέφτηκε να ξαναφτιάξει τη γκρεμισμένη
από το σεισμό πόλη του.
Συγκινημένος ο Λι σταμάτησε. Ήθελε να προσθέσει πως να,
όταν σου γκρεμίζεται κάτι, κάτι που έχτισες, ένα σπίτι, μια επιθυμία, μια
πατρίδα, ένα όνειρο, το «και δεν το φιάχνω;» είναι η απάντηση. Αλλά δε μίλησε.
Πήγε να φυλάξει το παλιό φυλλάδιο στη βιβλιοθήκη, ελπίζοντας, ίσως υπερβολικά
αισιόδοξα, πως ο Υιοθετημένος θα έπαιρνε το μήνυμα.
[1] Από το δεκαεξασέλιδο κείμενο «Η μακέτα μου κι εγώ», που έχει γράψει ο Γιάννης Μάνεσης και που με γλαφυρό τρόπο αναφέρεται τόσο στη ζωή στη Ζάκυνθο των δεκαετιών 1930-1950, που γνώρισε ως παιδί, όσο και σε πολλές κατασκευαστικές λεπτομέρειες της μακέτας του. Το κείμενο αυτό έχει δημοσιευτεί και στο περιοδικό «Περίπλους», τ. 26, καλοκαίρι 1990.«Η μακέτα μου κι εγώ», σελ. 6-7
[2]
Μ. Αναγνωστάκη, ποιητ. συλλογή Εποχές, στίχος από το ποίημα «Πέντε μικρά
θέματα, III».
ΣΗΜ. Δυστυχώς, οι φωτογραφίες προέρχονται από σάρωση παλαιών φωτογραφιών και ούτε καθαρές είναι, ούτε αποδίδεται το φυσικό χρώμα πιστά.
ΣΗΜ. Δυστυχώς, οι φωτογραφίες προέρχονται από σάρωση παλαιών φωτογραφιών και ούτε καθαρές είναι, ούτε αποδίδεται το φυσικό χρώμα πιστά.