Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

προστακτικής κι αγάπης



            Καμιά φορά η φιλολογία προσφέρει υπηρεσίες εκεί που δεν το περιμένεις. Κι ο κύριος Λι το γνωρίζει καλά αυτό. Το έβαλε και σε εφαρμογή με τους φίλους του, με τη Νανά και με το Ζήση.
            Ζήση τον βαφτίσανε, αλλά οι φίλοι τον φωνάζουν Γκούφη – λίγο οι μεγάλες πατούσες, λίγο το ύψος και λίγο η καλοκάγαθη αφέλεια κι η ευπιστία του, στοιχείο που τον οδηγεί να λαθροβιώνει στο σύνορο συμπάθειας και οίκτου. Στοιχείο που απολαμβάνει και η γυναίκα του, η Νανά, άψογη καθ’ όλα, πλην λίγο τεμπελίτσα και βολεψού.
            Συχνός επισκέπτης στο σπίτι τους ο Λι, χρόνια τώρα ζει από κοντά το δεμένο ζευγάρι. Κι όταν ζεις από κοντά κάτι, μαθαίνεις. Παρατηρούσε, λοιπόν, ο Λι ότι η Νανά έχει επινοήσει και χρησιμοποιεί τακτικότατα κάποια είδη προστακτικής έγκλισης, τα  οποία οι Γραμματικές δεν έχουν καταχωρήσει. Πρώτο και καλύτερο, η «Ερωτηματική Προστακτική» (Ανεπισήμως, μπορεί να αποκαλείται και «Η Προστακτική της Νανάς», αν και την πατρότητα ή τη μητρότητά της θα μπορούσαν να διεκδικούν εκατομμύρια άλλοι). «Ερωτηματική Προστακτική», που μάλιστα περιλαμβάνει και υποκατηγορίες. Ας πούμε:
 Καθισμένοι στον καναπέ μετά από μια κουραστική και φορτωμένη μέρα.
            Νανά: « Από κάπου κάνει ρευματάκι. Έχουμε κλείσει το παράθυρο του μπάνιου, Ζήση;». Υποκατηγορία: Διαπιστωτική Ερωτηματική Προστακτική.
            Άλλο. Επίσης καθισμένοι μετά από μια φορτωμένη και κουραστική μέρα. Αυτό άλλωστε είναι το περιβάλλον όπου ανθεί το είδος αυτής της Προστακτικής.
            Νανά: « Ωχ! Μαζέψαμε τα κακά του γάτου; » ή « Ζήση, πληρώσαμε τα κοινόχρηστα; αυτή έχει έρθει τρεις φορές.» Υποκατηγορία:  Απειλητική Ερωτηματική Προστακτική.
            Άλλο. Μπορεί φεύγοντας με το αυτοκίνητο.
            Νανά: « Μη μου πεις ότι ξεχάσαμε να πάρουμε το μπουφανάκι του παιδιού!» Υποκατηγορία: Θαυμαστική Ερωτηματική Προστακτική.
            Αυτά και πολλά άλλα είδη προστακτικής έχει επινοήσει και υιοθετήσει η Νανά, τα οποία, βεβαίως, πιθανώς να μη φιλοδοξούσαν, όταν γεννήθηκαν, να γίνουν προστακτικές, αλλά να τα μετέτρεψε ο Ζήσης σε τέτοιες, με τον καλοσυνάτο, πρόθυμο, αυθόρμητο και λίγο αφελή χαρακτήρα του, καθώς αμέσως μετά από τέτοιου τύπου ερωτήσεις πάντα έσπευδε να εκτελέσει την υπολανθάνουσα εντολή.

            Κι εδώ έρχεται η προσφορά της φιλολογίας στο πολύπαθο θύμα της ερωτηματικής προστακτικής καταπίεσης, το Ζήση ή αλλιώς Γκούφη. Του τραβάει μια υποστηρικτική ανάλυση ο κύριος Λι, του μιλάει για τις προστακτικές και τα είδη τους, για τους χίλιους και έναν τρόπους που χρησιμοποιούν για να μας χειραγωγούν, τον διαφωτίζει, τον ξυπνάει. Και μετά ο Γκούφη:
            « Άσε, ρε Λάμπρο, αφού ξέρεις ότι δεν το ’χω με τη φιλολογία».
            Όχι, δεν το ’χει, σκέφτεται ο Λι. Κι άλλωστε, γιατί να έρχεται αυτός τώρα να διαταράζει τη σχέση ενός ζευγαριού που έχει χτίσει την όποια ισορροπία  του, που έχει βρει λύσεις, τις δικές του λύσεις,  στο πανθομολογουμένως δύσκολο πρόβλημα της αρμονικής συμβίωσης;

αφιέρωση: στο χέρι της φωτογραφίας :-)

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

πώς είσαι;

             Είναι χρόνια πολλά που έχει κάνει συνείδηση ο κύριος Λι ότι πολλά απ’ αυτά  που του αρέσουν στα βιβλία που διαβάζει (και δωσ’ του παίρνουν φόρα τα μολυβάκια, οι υπογραμμίσεις, οι σημειώσεις στο περιθώριο, τα χαμόγελα, η αναβίβαση του βιβλίου σε «πολύ καλό, πολύ καλό!») είναι αυτά που κρατάνε έναν καθρέφτη μπροστά του: αυτά που τον περιγράφουν, αυτόν και τη ζωή του. Μπορεί να τραβάνε στα άκρα την περιγραφή -   σωτήριο αυτό για την ψυχολογία του -, μπορεί να μη σημαδεύουν κέντρο ακριβώς, αλλά είναι σα να φέρνουν πεσκέσι απ’ το χωριό, προσφέρουν παρήγορη οικεία ζεστασιά, ψιθυρίζουν στ’ αυτί και μοιράζεται μαζί τους μυστικά που ξέρει πολύ καλά.
            Υπάρχει, ας πούμε,  μία πολύ συνηθισμένη ερώτηση των ανθρώπων που πάντα έφερνε τον Λι σε αμηχανία. Στον κάπως ιδιόρρυθμο ήρωα του Georgi Gospodinof, του «Περί φυσικής της μελαγχολίας» (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Ίκαρος, 2018) η αμηχανία αυτή διογκώνεται στα όρια της φοβίας, αλλά το αναγνωρίσιμο περιεχόμενό της κάνει τον κύριο Λι μας να απολαμβάνει την ανάγνωση, καθώς κάτι ξέρει κι αυτός από τον πόνο του ήρωα: Γράφει, λοιπόν, ο Gospodinof:

Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΦΟΒΙΑΣ
( ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΟΣ ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ)
            «Μια φίλη ένιωθε μεγάλο φόβο κάθε φορά που έβλεπε κούκλες. Κοκάλωνε όταν το βλέμμα της συναντούσε τα σιωπηλά τους μάτια. Εδώ που τα λέμε, πραγματικά, έδειχναν τρομακτικές μερικές κούκλες. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτός ο φόβος έχει περιγραφεί και έχει και όνομα – λέγεται «παιδοφοβία».
            Η δική μου η φοβία είναι ακόμα πιο τρομερή, επειδή το τρομακτικό μπορεί να βρίσκεται παντού. Δεν την έχω βρει σε καμιά νομενκλατούρα των φοβιών, ως εκ τούτου παραθέτω εδώ την περιγραφή της. Ας είναι αυτή η περιγραφή η δική μου μικρή επιστημονική συμβολή στον ατελείωτο κατάλογο των φοβιών.
            Φοβάμαι μια ερώτηση. Είναι μια εφιαλτική ερώτηση, που μπορεί κυριολεκτικά να πηδήξει μπροστά μου από την επόμενη γωνία του δρόμου, να κρυφτεί στο ξεδοντιασμένο στόμα της γειτόνισσας ή να την τραυλίσει ο εφημεριδοπώλης. Κάθε κουδούνισμα του τηλεφώνου συνδέεται μ’ αυτή την ερώτηση. Ναι, τις πιο πολλές φορές κρύβεται στο ακουστικό του τηλεφώνου:
            Πώς είσαι;
            Σταμάτησα να βγαίνω, δεν σήκωνα τηλέφωνο, ψώνιζα κάθε φορά σε διαφορετική αγορά για να μη συνάψω τις συνηθισμένες γνωριμίες της καθημερινότητας. Έσπαγα το κεφάλι μου να ανακαλύψω κάποιες αμυντικές απαντήσεις. Χρειαζόμουν μια νέα ασπίδα απέναντι στη βλακεία. Πώς να βρεις μια απάντηση που να μην αυξάνει την έλλειψη ταλέντου, να μην υποπίπτει σε κοινοτοπίες. Μια απάντηση που να μη σε αναγκάζει να χρησιμοποιείς έτοιμες φράσεις, μια απάντηση που να μην ψεύδεται, αλλά και να μην αποκαλύπτει κάποια πράγματα που δεν θέλεις να αποκαλύψεις. Μια απάντηση που δε θα προκαλεί μια μακρά συζήτηση χωρίς νόημα.
            Τι είδους υποκριτική παράδοση ετικέτας ήταν αυτή που διαμόρφωσε, πώς πλάστηκε μέσα στους αιώνες αυτή η υποκριτική ερώτηση. «Πώς είσαι;» αυτή είναι η ερώτηση. That is the question. (Η ανώτερη ερώτηση «να ζει κανείς ή να μη ζει» αντικαταστάθηκα απ’ το ποταπό αυτό ερώτημα, ιδού μια απόδειξη της κατρακύλας.)
            Πώς είσαι;
            Πώς είσαι;
            Πώς είσαι;
            Πώς απαντάς σε μια τέτοια ερώτηση;
            Δες την πονηριά που έκαναν οι Άγγλοι για να ξεφύγουν, όταν τη γύρισαν σε χαιρετισμό. Της αφαίρεσαν το μεδούλι, της πήραν το ερωτηματικό.
            Το «πώς είσαι» είναι η μπανανόφλουδα που σου βάζουν με καλοσύνη κάτω απ’ το πόδι, το τυράκι που σε παρασύρει στη φάκα του κλισέ.
            Το «πώς είσαι» είναι το ελαφρύ δηλητήριο της καθημερινότητας που σε εξασθενεί. Δεν υπάρχει ειλικρινής απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Δεν υπάρχει. Γνωρίζω πιθανές απαντήσεις, αλλά τις σιχαίνομαι, με καταλαβαίνετε; Τις σιχαίνομαι… Δεν θέλω να είμαι τόσο προβλέψιμος, να απαντάω «καλά, ευχαριστώ» ή «έτσι κι έτσι, όσο ζούμε ακόμα» ή «τι τα θες, κάτι γίνεται», ή …
            Δεν ξέρω τι κάνω. Δεν μπορώ να είμαι κατηγορηματικός. Για να σας απαντήσω πάνω κάτω, πρέπει να έχω ζήσει νύχτες, μήνες, χρόνια, να έχω διαβάσει τους πύργους της Βαβυλώνας από βιβλία, να γράφω, να γράφω… Η απάντηση είναι ολόκληρο μυθιστόρημα.
            Πώς είμαι;
            Δεν είμαι. Τελεία και παύλα.
            Ας είναι αυτή η πρώτη σειρά. Και αποκεί και πέρα ας αρχίζει η ειλικρινής απάντηση.»

            Eκείνη την ώρα, χωρίς να ξέρει το τηλέφωνο του Λι ότι βολεύει τέλεια σκηνοθετικά, ηχεί, ακριβώς μετά  το τέλος της ανάγνωσης του αποσπάσματος. Αυτομάτως, ο Λι σπεύδει να το σηκώσει. Αίφνης όμως το χέρι του μένει μετέωρο και μια παιχνιδιάρα απορία σχηματίζεται στο πρόσωπό του. Κι αν ;

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Στο βάθος κήπος



             Κανονίζει ραντεβού ο κύριος Λι με την Παλιά Μαθήτρια. Πού να πάμε;
            « Κάπου που να μην έχει δυνατά μουσική, να μπορούμε να μιλάμε» , δηλώνει, και περιμένει την αβίαστη συγκατάνευση της συνομιλήτριάς του. Δεν έχει λογαριάσει  και πολύ τα νιάτα και  τον αιρετικό της χαρακτήρα.
            «Πουθενά δεν έχει μουσική», την ακούει να αποφαίνεται˙ «πουθενά εκτός από εκεί που κάθονται για να κουβεντιάσουν και να φάνε.»
            «Δε σε πιάνω, μαθήτρια»
            «Είναι γελοίο. Θέλουμε να βρεθούμε, να συζητήσουμε, κι ενώ υπάρχει όλο το σύμπαν για να γίνει αυτό, δρόμοι, πεζοδρόμια, κήποι, πλατείες, παγκάκια, παραλίες, λόφοι, πάρκα, πεζούλια, σπίτια και δωμάτια, εμείς δυσκολευόμαστε, γιατί αυτομάτως τα έχουμε αποκλείσει όλα αυτά και σκεφτόμαστε μόνο μέρη που έχουν να φάμε και να πιούμε.»
            Ενθουσιάζεται ο Λι. Χαμογελάει. Tου αρέσει  η νεανική ματιά πάνω στα πράγματα. Πολλές φορές τη νιώθει να κρατάει τη φρεσκάδα και το δυναμισμό του νέου οργανισμού, να εκπέμπει την αθωότητα, την αφέλεια του άβγαλτου, του καινούριου.
             «Δεν έχασες καθόλου από την εφηβική σου σπιρτάδα, ε;»
            «Έλα, Λάμπρο, μην πας να τ’ αποφύγεις, γιατί  κι εσύ μετέχεις σ’ αυτό – μ’ όλο το σεβασμό. Ένας ολόκληρος πολιτισμός της καθημερινότητας βασισμένος στο φαΐ. Ποια δραστηριότητα το αγνοεί;  Γάμοι, βαφτίσια, κηδείες, γενέθλια και γιορτές, ιδιωτικά ραντεβού, εγκαίνια, γεύματα εργασίας, γνωριμίας, το πτυχίο μας, ο πρώτος μας μισθός, η προαγωγή μας, η σύνταξη, οι βαθμοί της κόρης, οι εκμυστηρεύσεις, τα ριγιούνιον, η επιστροφή από τις διακοπές, οι διακοπές, οι αναχωρήσεις κι οι αφίξεις, όλα, όλα οδηγούν στο φαγητό. Οι ιδεολογίες γεννιούνται, απλώνονται και καταρρίπτονται γύρω από ένα φορτωμένο με φαγητά τραπέζι. Στο βάθος κήπος.»
            «Πώς αλλιώς, βρε Μυρσίνη. Γίνεται να μεταλλαχτούμε; Δε θ’ ακολουθούμε τη φύση μας, δηλαδή;»
            «Και έτσι αν είναι, τότε ας χαμηλώσουμε λίγο την υποκρισία. Γιατί υποκρισία λοιπόν είναι όταν περνάμε το φαΐ στο παρασκήνιο και φωτίζουμε τις μεγάλες ιδέες πάντα.»
            «Κι αν το δούμε ανάποδα;», ρώτησε ο Λι.
            «Πώς, δηλαδή;»
            « Πως καταφέρνουμε με όλα αυτά τα τερτίπια μας να μη φωτίζουμε τη φυσική μας  ανάγκη, να την εξωραΐζουμε, και  πως πολιτισμός είναι αυτό ακριβώς: να μεταφράζουμε την αγριάδα της ανάγκης σε τύπους, τρόπους, συμπεριφορές, τέχνη, εκδηλώσεις ζωής που μας φέρνουν κοντά. Επιτρέποντας  τη διακριτική παρουσία του φαγητού από δίπλα. Ε;»
            Πάντα δύσκολα της έβαζε ο Λι της.  Ήξερε, άλλωστε, ότι θα υποχωρήσει κι ότι το ραντεβού θα το δίναν σε ένα ζεστό, χουχουλιάρικο χώρο. Ήξερε ότι οι κορώνες της για το ανθρώπινο είδος, όσο δυνατές και αν ήσαν, τον ρου δε θα τον άλλαζαν. Οπότε:
            « Ε, αν το δούμε ανάποδα, Λάμπρο, θα δώσουμε ραντεβού στη Χρυσόσκονη, που έχει και απαλή μουσικούλα. Ευχαριστημένος;»
            «Ε, ναι! Και ωραία μεζεδάκια!», το έκλεισε πειραχτικά ο Λι, απολαμβάνοντας ήδη τις στιγμές που θα περνούσε στο ζεστό μέρος με την αγαπημένη του Παλιά Μαθήτρια.

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Στενός κορσές


     
            Το αλλά.
            Ερχόταν. Έρχεται. Σχεδόν πάντα˙ με εμμονική συνέπεια. Υπομονετικό, στωικό, με την αντιπολιτευτική του διάθεση και τη βεβαιότητα της ανατρεπτικής του δύναμης τέτοια, που  κάνει τον κύριο Λι να το θεωρεί χαιρέκακο.
            Μετά από κάθε του σκέψη, κάθε του μικρή ή μεγάλη ανάλυση, κάθε κρίση, κάθε κουβέντα, κάθε του κατάθεση άποψης. Ήταν εκεί. Πανταχού και πάντα παρόν. Ερχόταν. Έρχεται. Και θα έρχεται – δε βλέπει να γλιτώνει απ’ αυτό ο ισόβια καταδικασμένος στα δεσμά του κύριος Λι.
            Το αλλά.
            Δεν άρχισε να έρχεται μόνο του, ακάλεστο. Την πρόσκληση του την έκανε μάλλον από τα χρόνια που άρχισε να σκέφτεται ο κάποτε μικρούλης Λι. Το φιλοξένησε άπειρες φορές, το περιποιήθηκε, το τίμησε και τώρα αυτό κάνει όπως έμαθε: έρχεται πάντα. Κάπως, σα να έχει το κλειδί και μπαινοβγαίνει ελεύθερα.
            Δεν είναι ότι δεν το θέλει. Του αναγνωρίζει αρετές. Του οξύνει την κρίση, τον βοηθάει να αμφιβάλλει και να εξετάζει περισσότερο, να σκέφτεται, να ζυγίζει τις θέσεις και τις αποφάσεις του, να φωτίζει και τη συνήθως αθέατη πλευρά των ανθρώπων και των πραγμάτων, να κατανοεί ευκολότερα, ή μάλλον λιγότερο δύσκολα, το διαφορετικό και το ανοίκειο.
            Αλλά..
            Να το. Ήρθε – αναμενόμενο ήταν.

            Αλλά του δυσκολεύει και τη ζωή. Του περιορίζει την ανεμελιά, την απρόσκοπτη χαρά και την ξένοιαστη διάθεση. Καθυστερεί τις αποφάσεις του και όταν τις παίρνει δεν τις υποστηρίζει θερμά. Του συσκοτίζει την καθαρότητα μιας θέσης. Tου ταΐζει το σαράκι της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης. Εντέλει, του ροκανίζει τον αυθορμητισμό.
            Τέτοιες στιγμές ζηλεύει όσους δεν πάσχουν από την κατάρα των αντιθετικών συνδέσμων, όσους δεν αναρωτιούνται και πολύ και τελικά βρίζουν, κλαίνε, γελάνε με την ψυχή τους, χωρίς εκπτώσεις. Όσους δε βασανίζονται για να αποφασίσουν, σε αντίθεση μ’ αυτόν που βασανίζεται τόσο πριν μιαν απόφαση όσο και μετά.
             «Χάνεσαι στη μετάφραση, αδερφέ», του είχε παρατηρήσει κάποια φορά ο Δίδυμος, όταν ο Λι του ανέλυε αυτές τις σκέψεις. «Έτσι κι αλλιώς, όμως, γιατί να το πολεμάς; Είναι τόσο φυσικό να το παθαίνεις, αφού τίποτα στον κόσμο δεν είναι μονοδιάστατο. Θα ‘θελες να σου έμενε σκοτεινή πάντα η μια πλευρά, να μη σου χαριζόταν;»
            «Ναι, ναι, δε διαφωνώ», βιάστηκε να υποχωρήσει ο Λι, «αλλά..» ..
            Το ‘κοψε, κοιτάχτηκαν κάτι δευτερόλεπτα στα μάτια και έβαλαν κι οι δυο τα γέλια δυνατά. 

αφιέρωση στο φίλο μου τον Νικόλα, αντίδωρο για την προχτεσινή κλεψύδρα
φωτογραφίες (μαντέψτε) του Γιάννη Μάνεση