Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

φωτεινό σκοτάδι

            «Δραπέτισσα σκέψη», μονολόγησε ο Λι σχεδόν εκνευρισμένος, καθώς δεν κατάφερνε να βάλει σε τάξη τις λέξεις μέσα του, την ώρα που είχε βυθιστεί σ’ αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή και του απορροφούσε σα μαύρη τρύπα τις εγκεφαλικές λειτουργίες των αισθήσεών του.
            Τίποτα το μεταφυσικό. Σε ένα μικρό χώρο, καθισμένος πολύ κοντά στη σκηνή, παρέα με τη Μικρή του Φίλη, άκουγαν μουσική. Τη μουσική συζήτηση που είχαν στήσει ένα πιάνο, ένα κοντραμπάσο, τα ντραμς. Τίποτα μεταφυσικό. Ή, ίσως, όλα μεταφυσικά. Γιατί μερικά πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή φτάνουν να μας βγάζουν από τη ζωή, να διαμορφώνουν ένα δικό τους σύμπαν, όπου εκεί αισθήσεις, εκεί άλλη γλώσσα, άλλοι κανόνες, άλλοι ρυθμοί. Μαύρες τρύπες της καθημερινής πραγματικότητας.
            Ίσως γι’ αυτό δεν μπορεί να βρει περιγραφές της προκοπής ο ήρωάς μας. Κάπως σα να το αντιλήφθηκε αυτό, παραιτήθηκε λοιπόν από την προσπάθεια να εξηγεί και αφέθηκε στην απορρόφησή του  από το μικροσύμπαν που φιλόξενα οι τρεις μουσικοί τούς πρόσφεραν.
            Στο σκοτάδι ο χώρος˙ λίγο φως – φωτίζεται η μουσική; -, οι πρώτες νότες γεννάνε κιόλας κόσμους, τα μάτια των μουσικών προσηλωμένα, ναι, αλλά μέσα – πού κοιτάζουν; -, τα δάχτυλα έχουν ζωντανέψει, έχουν τη δική τους ζωή τώρα, χαϊδεύουν, αγγίζουν, χτυπάνε και σίγουρα χαμογελάνε βαθιά. Οι ήχοι ξέρουν να κατακτούν. Ξεχύνονται και με τρόπο υπόγειο  κατακλύζουν το χώρο. Η ιερή λειτουργία της μέθεξης. Είμαστε εκεί. Δεν είμαστε εκεί. Είμαστε εμείς. Είμαστε εμείς αλλιώς. «Διάολε, πάλι στην παγίδα της περιγραφής έχω πέσει», μονολογεί ξανά ο Λι. Το ξαναπαρατάει. Συνεπαρμένος από αυτή τη μαγεία που συντελείται γύρω και μέσα του, αφήνεται να παρατηρεί μια σταγόνα ιδρώτα που πέφτει πάνω στη βαθιά καφεκόκκινη επιφάνεια του κοντραμπάσου, που κάνει μια μικρή διαδρομή χαϊδεύοντας το βερνίκι του σφενδαμιού και σταδιακά σβήνει, χάνεται κι αυτή.
            Πόση αφοσίωση, προσήλωση, επιμονή, πόση αγάπη και ένταση, πόση επεξεργασία, σκέψη, δημιουργία, πόσο πάθος, πόση μουσική, πόση ζωή  χωράει μέσα σε μια σταγόνα;
            Φωτεινό το σκοτάδι μέσα στο μικρό χώρο.
             Αργότερα, βγαίνοντας, περασμένα μεσάνυχτα στον κόσμο τούτο, ο Λι κι η Μικρή του Φίλη συναντήθηκαν με τους νυσταγμένους ήχους και τις εικόνες της  πόλης. Ο ράθυμος βρυχηθμός της κοντινής λεωφόρου, μια μηχανή που βάζει μπροστά, ένα σκυλάκι δεμένο απ’ το λουρί που κάνει τη νυχτερινή του βόλτα, τα παρκαρισμένα ακίνητα αυτοκίνητα. Στα νερά της  βροχής σπασμένα χρωματιστά καθρεφτάκια του ουρανού. Η αντανάκλαση από τα φώτα της πόλης πρόσφερε διακριτικά την ομαλή προσγείωση απ’  την πτήση. 

αφιερωση: στο Σπύρο (αλλά και στον Αρίωνα και στον Αναστάση), ισχνό ευχαριστώ

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

σαν σινεμά




            Όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, ο Λι και οι φίλοι του έχασαν τη σιγουριά του πατήματος, την ανεμελιά της συνέχισης των συνηθειών τους. Κλονίστηκαν οι βεβαιότητες, άρχισε να μετασχηματίζεται η καθημερινότητά τους και, χωρίς να το πολυσυνειδητοποιούν, συχνά και ο τρόπος σκέψης τους. Πολλές φορές έφτασαν να επιδίδονται σε ένα άτυπο διαγωνισμό κακοτυχίας˙ ποιος έχασε περισσότερα, ποιος είναι το μεγαλύτερο θύμα της κρίσης. Ελεγείες της απώλειας.
            Ουδεμία έκπληξις, ουδεμία πρωτοτυπία. Αυτό έκαναν λίγο πολύ όλοι.
            Κάτι τον ενοχλούσε τον κύριο Λι σ’ αυτή τη στάση˙ κάτι που πάντως δεν τον απέτρεπε από τη συμμετοχή στις θρηνητικές κορώνες, που δεν ήταν αρκετό για να τον οδηγήσει σε μια αποστασιοποιημένη σιωπή.
            Τι ήταν λοιπόν αυτό που τον ενοχλούσε; Να το. Το έχει τώρα μπροστά του, στη σελίδα 453 του βιβλίου του Zia Haider Rahman «Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε» (μτφρ. Ανδ. Μιχαηλίδη, εκδ. Πόλις.) Ένα τόσο δα απόσπασμα. Που είναι η στιγμή που η λογοτεχνία συνοψίζει μιαν αίσθηση, μιαν αντίληψη, μια σκέψη που υπήρχε διάχυτη μέσα μας κι ακόμα δεν είχαμε αποκρυσταλλώσει σε λέξεις – τουλάχιστον όχι τόσο καθαρά. «Είναι αλήθεια», δηλώνει ο ήρωας του Rahman, «ότι δεν παρέμεινα απρόσβλητος από οικονομικές δυσκολίες. Επρόκειτο όμως για δυσκολίες - πρόκειται για δυσκολίες- ενός τυχερού ανθρώπου.»

            Κι αυτό είναι κάτι που ο ίδιος θέλει να το θυμάται και να τους το θυμίζει κάθε στιγμή. Όλες αυτές οι δυσκολίες μας, λέει τώρα ο Λι, επρόκειτο για δυσκολίες τυχερών ανθρώπων. Ανθρώπων που κουβεντιάζουν τρώγοντας και πίνοντας, στα σπίτια τους και έξω, που πληκτρολογούν τη ζωή τους και που ανάβουν τις ηλεκτρικές τους κουβέρτες μισή ώρα πριν κοιμηθούν.
            Δεν παραβλέπει τις απώλειες ο Λι, αλλά δεν μπορεί και να κλείνει τα μάτια στα χαμηλά σκαλοπάτια της σκάλας. Ούτε να ξεχνάει αυτό το επίθετο που πολλές φορές στη ζωή του το έφερνε μπροστά του: τυχερός. Τυχερός άνθρωπος.
            - Τυχερός ή άξιος; τον είχε ρωτήσει κάποια φορά ο Δίδυμος, κάπως προκλητικά.
            - Ακόμα κι αν άξιος, το «τυχερός» δεν αναιρείται, απάντησε στοχαστικά ο Λι.
            Το βιβλίο ανοιχτό στη σελίδα 453. Πάει ο ειρμός. Έρριξε τα μάτια του ανιχνευτικά στη σελίδα, να πιάσει πάλι το νήμα, να συνεχίσει την ανάγνωση.
            Στο τραπεζάκι το τσάι άχνιζε ακόμα, δίπλα στα πόδια του η Γάλα κουλουριασμένη, παραδομένη στη θαλπωρή της σόμπας. Ο αέρας, τα γκρίζα σύννεφα, το χιονόνερο, από το παράθυρό του έξω. Σαν σινεμά.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

υγρασία στα μάτια



             Πότε μπήκε στη ζωή του δε θυμάται ο κύριος Λι. Προσπαθεί να, αλλά δε θυμάται. Φαίνεται πως για καιρό κυκλοφορούσε σ’ αυτό που ο Λι ονομάζει γκρίζα ζώνη της συνείδησης. Μπορεί να περνούσε από μπροστά του μέσα από κάποια οθόνη, σαν αδιάφορος απόηχος κάποιας διαφήμισης, μπορεί να έσκαγε μύτη στις κουβέντες άλλων που τον ίδιο δεν τον αφορούσαν, ή να παρουσιαζόταν φωτισμένος σε κάποια βιτρίνα ή ακόμα δίπλα στην προσφορά της τιμής σοκ σε κάποιο σαββατιάτικο φυλλάδιο αλυσίδας σουπερμάρκετ, έτσι που ανεπαίσθητα μόνο να απασχολεί τις αισθήσεις του.
            Έμενε εκεί, όμως. Στην γκρίζα ζώνη. Εκεί, δηλαδή, που υπάρχει κάτι αλλά δεν υπάρχει για μας˙ δε μας ενδιαφέρει, δε μας αφορά. Εκεί που ο καθένας στιβάζει μεγάλο κομμάτι του κόσμου τούτου, πολλές φορές ακόμα και τα συναισθήματα των άλλων. Αλλά δεν είναι αυτό που τώρα σκέφτεται ο κύριος Λι.
            Τον αφυγραντήρα σκέφτεται. Πότε, πώς, τρύπωσε στη ζωή του; Πότε διέσχισε την γκρίζα ζώνη και ήρθε και στρογγυλοκάθησε μπροστά του ξηρός ξηρός κι αθόρυβος; Τώρα του τον εκθείαζε η Μικρή του Φίλη. Πριν λίγες μέρες ο Νικόλας, ο Ανδρέας, το Θεοπάλαβο, όλοι.
             Πολιορκείται αλλεπαλλήλως ο κύριος Λι. Ικέτης τώρα με μαραμένη ανθοδέσμη στο χέρι, ο αφυγραντήρας περιμένει με κρυφή λαχτάρα την έγκριση. Οι προξενητές τον επαινούν. Ο νέος είναι ωραίος και οι καλεσμένοι επευφημούν.
            - Κολοκύθια ξέρεις. Ξέρω, ξερωκέφαλος είσαι, αλλά μη μου παραπονεθείς όταν θα σε πονάνε τα κοκκαλάκια σου – η Μικρή του Φίλη.
            - Είναι σωτηρία, ρε, σου λέω, στο σπίτι στο χωριό είναι εντυπωσιακή η αλλαγή – ο Ανδρέας.
            - Τον έχω ερωτευτεί, Λάμπρο μου, φοβερή λύση – το Θεοπάλαβο.
            Πολιορκημένος νιώθει και ούτε καν ελεύθερος ο Λάμπρος της.
            Και σκέφτεται τους αιώνες χωρίς. Και του λένε να ζήσει στο Μεσαίωνα, λοιπόν. Και σκέφτεται το χρόνο που απαιτεί το χρήμα που απαιτεί η νέα απαίτηση. Και του λένε επιλογές είναι αυτές – η Μικρή του Φίλη, πιο θαρραλέα, του ψιθύρισε «υπάρχει και κάτι που λέγεται προσαρμογή, Λάμπρο».
            Πολιορκείται και μεταθέτει την απόφαση αγοράς ο κύριος Λι, την αφήνει να ωριμάσει ή να ξεχαστεί κι ας μαραθεί η γαμήλια ανθοδέσμη. Τη μεταθέτει και ευχαρίστως καταφεύγει στην ποίηση,
εκεί που η υγρασία κατοικεί στα μάτια της,
εκεί που η υγρασία είναι ελεύθερη να κουρνιάζει και στα δικά του μάτια,
κάθε που τη σκέφτεται,
κάθε που νιώθει την παρουσία της δίπλα του.


της Αθηνάς - όπως και οι φωτογραφίες, άλλωστε

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

πάω αργά γιατί βιάζομαι


            Η πολυετής παράδοση της πρωτοχρονιάς του κυρίου Λι περιλαμβάνει την πρόσκληση εκλεκτής παρέας ευάριθμων φίλων, την παρακολούθηση μαζί τους της πρωτοχρονιάτικης συναυλίας της Βιέννης και την παράθεση ευφρόσυνου, εορταστικού γεύματος.
            Αυτές οι πολυετείς παραδόσεις, γενικώς, έχουν και την ιδιότητα ότι κωδικοποιούν τις σκέψεις και τις συμπεριφορές, ενίοτε και τις συζητήσεις των φίλων που επαναλαμβάνονται χάριν της παράδοσης. Έτσι, παρακολουθώντας την απολαυστική συναυλία  και εν μέσω προσυνεννοημένης σιωπής της παρέας, ο κύριος Λι ερχόταν πάλι στις ίδιες σκέψεις που έκανε και τα προηγούμενα χρόνια, την ίδια μέρα και ώρα. Για τον πολιτισμό των δυτικών κοινωνιών, για την αστική τάξη, για των τάξεων την πάλη και τις ανισότητες, για τα κριτήρια και τα πρότυπα της ομορφιάς, για την κοπιώδη, σκληρή άσκηση που προαπαιτείται για να φτάσει κανείς σε ένα άρτιο και σπάνιο αποτέλεσμα όπως αυτό που αντίκρυζαν τώρα, αντιστικτικά αναλογιζόταν τις δικές του ελλείψεις, αλλά κι αυτά που ο τόπος του δε θα έφτανε μάλλον ποτέ.
            Σε τίποτα απ’ αυτά δεν πήγε η συζήτηση, αργότερα, στο τραπέζι. Ευτυχώς για την αφήγησή μας, γιατί αυτή έχει μια ροπή στο στοχασμό, ειπώθηκε το απλό « Ρε παιδιά, λες και δεν πέρασε μια μέρα από πέρυσι που παρακολουθούσαμε μαζί την πρωτοχρονιάτικη συναυλία! Πώς περνάει ο καιρός!». Όμως –δυστυχώς για την αφήγησή μας που θα ξανακυλήσει νομοτελειακά στο στοχασμό-, η πάσα ήταν ακριβείας ώστε να πάει η κουβέντα στη σχετικότητα του χρόνου, πρωτοχρονιά άλλωστε, με τόσο γόνιμο έδαφος για τα σποράκια μιας τέτοιας κουβέντας.
            Η κουβέντα μάκρυνε, ειπώθηκαν πολλά ωραία. Πού να τα θυμάται όλα τώρα που μόνος συγυρίζει το χορτασμένο σπίτι ο κύριος Λι. Λίγο περισσότερο συγκράτησε τη θεωρία της επιβράδυνσης του χρόνου, όπως την παρουσίαζε ο Νικόλας, ο ίδιος Νικόλας που τριαντακαί χρόνια πριν τον είχε ταξιδέψει με το φως του ήλιου, στα οκτώ λεπτά που αυτό κάνει για να φτάσει στη γη. Έλεγε
            πως σήμερα η επιστήμη κατανοεί την επιβράδυνση του χρόνου ως συνάρτηση της δημιουργίας αναμνήσεων. Πως, όταν είμαστε αγχωμένοι, κάποιοι νευρώνες καταγράφουν  στον εγκέφαλο περισσότερες αναμνήσεις, εντυπώνουν περισσότερες εικόνες. Πως η αίσθηση της διάρκειας του χρόνου που πέρασε εξαρτάται από το πλήθος των αναμνήσεων που καταγράφηκαν στο χρόνο αυτό. Πως όσο περισσότερες οι αναμνήσεις, έστω και στιγμιαίες, τόσος περισσότερος είναι κι ο χρόνος που αντιλαμβανόμαστε ότι πέρασε.
            Και έλεγε ο Νικόλας. Και συνυπόγραφε η παρέα επιβεβαιώνοντας: «Γι’ αυτό, όταν ταξιδεύουμε λες και μεγαλώνει η μέρα!», ο ένας. «Και θυμόμαστε πολύ καλύτερα και τις λεπτομέρειές της», ο άλλος. Και αποφάσισε η παρέα ότι χρειάζεται να ζήσει με περισσότερο πάθος τη νέα χρονιά, περισσότερη ένταση, να προκαλέσει ανοιχτά αυτούς τους νευρώνες, να τους ενεργοποιήσει, έτσι που αυτοί να κάνουν το μοναδικό, αλλά και διόλου ευκαταφρόνητο δωράκι που μπορούν να κάνουν: να επιβραδύνουν το χρόνο, να  μακρύνουν τις μέρες τους και τις νύχτες τους.
            Απομεσήμερο,  φορώντας τα κασκόλ και τις λοιπές ασπίδες για το ψύχος, ανταλλάσσοντας αποχαιρετισμούς κι ευχές, ο Γιάννης: «Και πού 'σαι, Νικόλα; Ευχαριστούμε για την επιβράδυνση του χρόνου μας. Αν μέχρι του χρόνου η επιστήμη έχει και τίποτα καλό για την αθανασία, μη μας ξεχάσεις, ε;»
            Δε μου φαίνονται πολύ σοβαροί οι φίλοι του κυρίου Λι.



     αφορμές σκέψης για την επιβράδυνση του χρόνου 
      στο βιβλίο του Zia Haider Rahman "Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε", 
      μτφρ Ανδρέας Μιχαηλίδης, εκδ. Πόλις, 2018,
      δωράκι της Μαρίας που πολύ αγαπάει ο κύριος Λι