Ψηλός, ευθυτενής, περήφανο παράστημα. Είχε τη χαρά να δει
και τα παιδιά του να του μοιάζουν. Λεβεντιές απ’ έξω κι από μέσα, σαν κι αυτόν.
Για τον Λι
ήταν πάντα «ο μπαμπάς του Νίκου», δεν
τον γνώρισε στα νιάτα του, το παρελθόν του terra incognita, ποιος ρωτούσε για τους μπαμπάδες..
Περνούσαν
όμως τα χρόνια και ψηφίδες πληροφορίες σχημάτιζαν σταδιακά στα μάτια του Λι μια
ζωή. Μια ζωή που οι νεαροί δε βλέπουν συνήθως, καθώς το μάτι τους πέφτει στο
λαμπρό μπροστά.
Ίμβρος. Σχοινούδι.
Κτήματα πολλά, ζωντανά, καλλιέργειες, κυνήγια,
ο κυρ Γιάννης στο άλογο, ο πατέρας πρώτος μουσικός στα πανηγύρια, μια
οικογένεια που κάνει το κουμάντο της, που ζει καλά. Και που ζει δεμένη με τη γη
της. Ώσπου να εκδιωχθεί απ’ αυτήν. Όπως κι όλες οι άλλες του νησιού. Απ’ την αγριάδα
των ανθρώπων και τις κατασκευές της Ιστορίας.
Πρόσφυγας
στην Αθήνα του ’60 ο κυρ Γιάννης, με δυο μικρά παιδιά και κάποιους από το
αποδεκατισμένο σόι. Νύχτα έφευγε για τη δουλειά, νύχτα επέστρεφε˙ δουλεύοντας
σε ένα υπόγειο έκανε χρόνια να δει φως του ήλιου. Το βιολί του μ’ ένα σεντόνι
διπλωμένο έμενε στη ντουλάπα ανέγγιχτο. Πρόσφυγας στον τόπο του που δεν είναι
τόπος του. Πέρασε πολύς πέτρινος καιρός μέχρι να νοικιάσουν το διαμέρισμα στην
οδό Φιλαρέτου, εκεί που τον γνώρισε ο κύριος Λι, και μέχρι ν’ αρχίσουν σιγά
σιγά να στρώνουν τη ζωή τους, μιαν άλλη ζωή.
Κι εκείνο
το χαμόγελο; Το σχεδόν γέλιο; «Τι φτιάν’ς, ρε Λάμπρο», ρωτούσε και τον ένιωθες
σε ετοιμότητα να σε καλοδεχτεί, να συμπληρώσει την απάντησή σου εύθυμα,
ενθαρρυντικά, ζωογόνα. Κι ύστερα οι αστεϊσμοί, τα καλόκαρδα πειράγματα, οι
παροιμίες κι οι ιστορίες από τον παλιό καιρό, τότε που οι σοδειές της ζωής ήταν
αφειδώλευτες. Μιας ζωής που δεν κλεινόταν στο διαμέρισμα της Φιλαρέτου, δε
χωρούσε εκεί, που όμως σιγά σιγά κατάφερε και ξεχείλιζε από τα
τσουκάλια, ανασταινόταν από τα μαγειρέματα και τις μυρωδιές της Μαρίας του,
αργότερα κι από τους ήχους του βιολιού του ίδιου του κυρ Γιάννη, και να οι
μπάλοι και να τα απτάλικα και να το φως που πολεμάει τα σκοτάδια της μνήμης.
Ένα φως που το μετέφερε στη γειτονιά και στον περίγυρο. Με την καλή του
διάθεση, την εξωστρεφή παρουσία του, με
το πλησίασμά του στους ανθρώπους, με την εύθυμη ατάκα, εκείνη που μοιράζει
χαμόγελα στις κατσούφες μέρες.
Δεν τη
φοβήθηκε τη ζωή ποτέ ο κυρ Γιάννης. Κι ας πορευόταν με το κρυφό σαράκι της
απώλειας. Της απώλειας αγαπημένων από φρικτά ναυάγια και φρικτούς διωγμούς, από
την απώλεια μιας γης που πόνεσε πολύ να ξαναδεί. Όλα τα σύνθλιβε ένα κάτι που φώλιαζε σ’
εκείνο το χαμόγελο, όταν ρωτούσε τον νεαρό Λι «τι φτιάν’ς, ρε Λάμπρο;», μια
ερώτηση που συνοδευόταν από αρκετά ειλικρινή μπράβο και ευφρόσυνα συμπληρώματα.
Και τώρα,
περασμένα τα ενενήντα, μόνος πια στο διαμέρισμα της Φιλαρέτου, με την ίδια
περηφάνια διδάσκει ζωή. Έχει πολύν καιρό να τον επισκεφτεί ο Λι. Ντρέπεται κιόλας
λίγο γι ‘αυτό.. Προχτές, πήγε μόνο και
του γλίστρησε κάτω απ’ την πόρτα μια
κάρτα. «Κυρ Γιάννη, καλό Πάσχα». Υστερόγραφο: «Όλο και κάτι φτιάνουμε».
αφιέρωση: στη Μαρία, του Νικόλα
αφιέρωση: στη Μαρία, του Νικόλα