Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

παραμυθία



             Ο κύριος Λι διαβάζει το βιβλίο της Hannah Kent  «΄Εθιμα ταφής», (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος, 2014). Τον ταξιδεύει στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ισλανδία. Εκεί  παρακολουθεί τους τελευταίους μήνες της καταδικασμένης σε θάνατο Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Ενδιαφέρον βιβλίο, ζωντανό,  με διεισδυτικά ηθογραφικά, ψυχογραφικά μέχρι και αστυνομικά στοιχεία.


             Ως συνήθως, όμως, ο Λι εστιάζει σε κάποιον δευτερεύοντα άξονα: ένας εφημέριος αναλαμβάνει να προσφέρει την απαιτούμενη αρωγή στην Άγκνες, για την προετοιμασία της ψυχής της «να επιστρέψει στους κόλπους του Θεού». Και την επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά. Και ο κύριος Λι συναντιέται  για άλλη μια φορά  στη ζωή του με τη μαγεία της δύναμης του λόγου. Παρακολουθεί πώς στις συναντήσεις ο λόγος θα σμιλέψει σιγά σιγά τη σιωπή, πώς η αρχική επιφύλαξη θα γίνει εκμυστήρευση, η τραχύτητα τρυφερότητα, πώς στο σκοτάδι της άρνησης θα χαράξει σταδιακά το φως, πώς το ανοίκειο θ’αποκτήσει  μορφή αγαπημένη, πώς οι κλειστές ψυχές σαν μπουμπούκια θα ανοίξουν.

            Το θυμάται καλά αυτό το θαύμα του λόγου και στην ιδιότυπης τρυφερότητας ταινία του Pedro Almodovar « Hable con ella» (Μίλα της). Εκεί πάλι ο Benigno, ένας μοναχικός νοσοκόμος, περιποιείται την Alicia, μια νεαρή, που, αν και είναι σε κώμα, χωρίς καμία επαφή με το περιβάλλον, αυτός της αφηγείται συνεχώς ιστορίες, χωρίς ποτέ να χάνει την πίστη του στη θαυματουργό δύναμη του λόγου.
           
            Παραμύθια, θα μου πείτε.
             Ακριβώς. Παραμυθία, στα αρχαία = παρηγοριά.  Παρά + μύθος, παρά + ἀγορεύω: στέκομαι δίπλα σε κάποιον και του λέω μύθους, λόγια, «παραμύθια». Και με τα παραμύθια ανακουφίζω τον προαιώνιο υπαρξιακό του φόβο, τον παρηγορώ, τον γαληνεύω.
            Αυτή τη βαθιά ανάγκη αφουγκράζεται ο Λι διαβάζοντας το βιβλίο της Hannah Kent. Την ανάγκη να λειάνει ο άνθρωπος τους φόβους του, τη μοναξιά του, την υπαρξιακή του αγωνία με τη σαγήνη, τη μαγεία, τη δύναμη του λόγου που παραστέκει˙ και παραμυθιάζει˙ και παρηγορεί. Έτσι  που να πλουτίζει με νόημα η ζωή, αυτή η, κατά Γιάννη Ρίτσο, «σπίθα στην ανυπαρξία».

            «Από τη θάλασσα το βγάζουν το αλάτι;»
            «Γιατί με ρωτάς τόσα πράγματα, Στέινα;»
            Το κορίτσι σωπαίνει, τα μάγουλά του ροδίζουν. 
          «Επειδή μου απαντάς», μουρμουρίζει. (σελ. 261)

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

μη χαθούμε...




            Με σκυμμένο κεφάλι προχωρούσε στη λεωφόρο, βυθισμένος στις βασανιστικές σκέψεις του από τα προβλήματα του Υιοθετημένου που τελευταία έχουν θεριέψει. Ένα χέρι στον ώμο του και μια χαρούμενη φωνή:
            -Επ! Τι κάνεις, ρε φίλε;
            Ο ρε φίλε ήταν αυτός, ο κύριος Λι, και το χέρι που συνέχιζε να τον ακινητοποιεί από τον ώμο ανήκε στη γελαστή φάτσα ενός περίπου εξηντάρη που τον κοίταζε ασκαρδαμυκτί. Λίγα μαλλιά, λίγα δόντια, λίγο ενδιαφέρον γενικά.
            - Δε με θυμάσαι; Ο Σακκάκης είμαι, ρε, στο πίσω θρανίο καθόμουνα!
            Πιέστηκε να χαμογελάσει και να παραστήσει τον έκπληκτα χαρούμενο ο Λι, αν και μόνο χαρά δε γεννούσε η απόδειξη της φθοράς του χρόνου που αντίκρυζαν φάτσα κάρτα τα μάτια του.
            Ο σχεδόν σακάτης Σακκάκης απτόητος συνέχισε να εκπέμπει ενθουσιασμό. Και ταυτόχρονα:
            - Θύμισέ μου μόνο το επίθετό σου, ρε παιδί μου.
            - Μαυρίδης, του είπε ο Λι αμήχανα, Λάμπρος Μαυρίδης - όνομα που συνοδεύτηκε με άφθονα «ναι» από τον συνεπαρμένο συμμαθητή.
            -  Ναι, ρε, ναι, ναι! Μαυρίδης, ναι ναι, πω, πω, πώς περνάν τα χρόνια, ναι, ρε, Μαυρίδης!!
             Πόσο κρατάνε αυτές οι συναντήσεις μέσα στα ρεύματα του κόσμου που ανεβοκατεβαίνει το πεζοδρόμιο της λεωφόρου; Τι λέει το πρωτόκολλο; Ένα, δύο, τρία λεπτά; Κι όμως, ο Σακκάκης κατάφερε σ’ αυτό το ελάχιστο του χρόνου να καταθέσει τόσο ένα σύντομο βιογραφικό  όσο και το μεγαλύτερο μέρος της κοσμοαντίληψής του (ή μήπως όλη;). Τα κιλά, η φυσική κατάσταση, η διατροφή, η έξοχη ζωή στην εξοχή («εγώ πάω στα Φιλιατρά Μεσσηνίας, ξέρεις, ε;»), τα χιλιόμετρα σωματικής άσκησης. Ο Σακκάκης, μέσα στον πανικό των σχεδόν εξήντα χρόνων του, επινοούσε το ελιξήριο της αιώνιας νιότης.


            Ο ώμος του Λι δέχεται τώρα τα φιλικά αλλεπάλληλα χτυπήματα του παλιού συμμαθητή, καθώς «χάρηκα που σε είδα, ρε» - κι ας εννοούσε περισσότερο «χάρηκα που με είδες» - και ετοιμάζεται να ξανασκύψει στις βασανιστικές σκέψεις για τον Υιοθετημένο, οι οποίες, πείσμονες, δε λένε με τίποτα να τον παρατήσουν.
            Πριν, αστραπιαία, περνάει από το μυαλό του: « Κι όμως, ήμουν ανύπαρκτος για τον Σακκάκη. Η γόμα του χρόνου είχε κάνει καλά τη δουλειά της τόσα χρόνια. Ανύπαρκτος. Δεν υπήρχα ούτε ως υποψία στο νου του. Τότε; Με τι συναντήθηκε ο συμμαθητής, που του προκάλεσε τόσον ενθουσιασμό;»
            Και προτού προλάβει να συλλογιστεί την απορία του, του χτυπάει την πόρτα και ένα αγαπημένο του ποιηματάκι, που το ανέσυρε στην επιφάνεια η ίδια η συνάντηση αλλά και το αγωνιώδες γάντζωμα του Σακκάκη από τη ζωή, μέσω υγιεινής  διατροφής και άσκησης.

                                                                              Να το:

- Τι κάνεις; Πώς τα πας;
            - Πώς να τα πάω; Τι να κάνω; Ό,τι μπο-
              ρώ˙ πεθαίνω.
            - Όλοι το ίδιο κάνουμε. Μόνον αυτό μπο-
    ρούμε.
            -Χάρηκα που σε είδα. Μη χαθούμε..
            - Ναι, μη χαθούμε..

(Αργύρης Χιόνης, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει,
 ενότητα Παίγνια και Σάτιρες, εκδ. Γαβριηλίδης, 2010)

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Τι κάνεις, Χανς;




            Είναι Σάββατο πρωί και ο κύριος Λι βρίσκεται με τη Μικρή του Φίλη και με αγαπημένους φίλους του στα Καλάβρυτα. Ήρθαν εδώ από χτες και διανυκτέρευσαν σε ένα μικρό ξενοδοχείο.
            Σταθερός στις συνήθειές του ο Λι ξυπνάει χαράματα, σηκώνεται προσεκτικά να μην ξυπνήσει τη Μικρή του Φίλη, ζώνεται μ’ ένα χοντρό μπουφάν και κάθεται στο μπαλκόνι να αφομοιώσει το τοπίο και τον τόπο. Η θέα προς το φαράγγι του Βουραϊκού. Την  παχιά πάχνη που χαϊδεύει τη χλωρίδα την απειλεί κιόλας ο μαχμουρλής πρωινός ήλιος. Την εκκωφαντική ησυχία του τοπίου συμπληρώνουν οι ήχοι της -  ένα βέλασμα, ένας κόκκορας, ένα μηχανάκι που αγκομαχάει χιλιόμετρα μακριά , κάποιος χτύπος. Άνθρωπος της πόλης ο Λι κι όμως την ξέρει πολύ καλά αυτή την εικόνα, αυτή τη στιγμή, αυτή την αίσθηση.
            Τώρα που είναι μόνος και απερίσπαστος, το σφίξιμο το αισθάνεται πολύ πιο έντονο. Έχει φαντάσματα εδώ, σκέφτεται, ώρες νιώθει πως το αίμα είναι νωπό στη γη. Ο εφιάλτης της σφαγής των Καλαβρύτων ζωντανεύει εφιαλτικά  κάθε φορά που επισκέπτεται τον τόπο ο Λι. Δεν μπορεί να σκεφτεί εύκολα την Ιστορία χωρίς πρόσωπα, χωρίς τους συντελεστές της. Μένει στους ανθρώπους, στη συμμετοχή τους, στην ευθύνη τους. Κι όταν διαβάζει «3.000 γερμανοί στρατιώτες της 177ης Μεραρχίας στο δρόμο για τα Καλάβρυτα κλπκλπ», σκέφτεται τον Χανς.
            Είναι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου ο Λι και βλέπει τον Χανς να πορεύεται από το φαράγγι του Βουραϊκού για μέρες, μαζί με χιλιάδες άλλους γερμανούς, που, έχοντας άνωθεν εντολές, κατακαίουν, πυρπολούν χωριά, Ρωγοί, Κερπινοί, Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Βισοκά, Φτέρη, Αυλές, εκτελούν τους κατοίκους τους. Μπαίνει στη θέση του, γίνεται αυτός Χανς. Αδυνατεί όμως, και πάλι. Τι κάνεις, Χανς; Από πού ήρθες; Πού μεγάλωσες; Ποια ήταν τα παιχνίδια σου, οι φίλοι σου, οι πρώτες σου μέρες στο σχολείο; Τι κάνεις, Χανς; Πού βρίσκεσαι; Ποιοι είναι αυτοί που ζουν στην πάχνη και στην πρωινή ησυχία; Ποιον αγαπάνε; Τι έφαγαν χτες;

            Αχώνευτη, αχώνευτη συνθήκη για τον κύριο Λι. Κολλάει το μυαλό του και επιμένει. Ο Χανς επιστρατεύτηκε και ήρθε. Δε ρωτηθήκανε οι στρατιώτες αν θέλουν να σκοτώνουν, δε ρωτηθήκανε αν θέλουν να μετατραπούν σε θηρία. Όμως να τοι. Στα χωριά των Καλαβρύτων. Είναι Δεκέμβρης και βρίσκονται στα χωριά των Καλαβρύτων, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη ζωή τους, και σκοτώνουν. Τι θα έκανα εγώ στη θέση του Χανς,  αναρωτιέται. Δεν υπάρχει ατομική ιστορική ευθύνη; Δεν υπάρχει συνείδηση να την ορίζει;
            Τι θα έκανα εγώ; Αδύναμος ο Λι, λέει πως θα κρυβόταν σε κάποια πυκνή συστάδα καθώς θα απομακρύνονταν οι δικοί του, θα έμενε όσο άντεχε εκεί και μετά, αφού παρατούσε το όπλο του, θα πλησίαζε με χέρια σηκωμένα σε εκείνο το σπιτάκι μακριά που καπνίζει και που κάποια φιγούρα είναι σκυμμένη στη γη. Με τη γλώσσα του σώματος θα μιλούσε για αγάπη και θα αφηνόταν στην τύχη του.
            «Κι αν;», ακούει από τώρα την αντίρρηση της παρέας που σκέφτεται να θέσει το θέμα αργότερα. «Κι αν;» Ε, τότε θα τον σκότωναν. Σ’ έναν κόσμο που σε βάζει στο δίλημμα να σκοτώσεις ή να σκοτωθείς, ο κύριος Λι προτιμάει να αγαπήσει.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Λι, αυτός ο sapiens





             Με πολύ ενδιαφέρον διαβάζει το “Sapiens, μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου» ο κύριος Λι, αφήνοντας το χειμωνιάτικο ήλιο να του φωτίζει τις σελίδες και να του χαϊδεύει το αυχενικό.
            « Απ’ όσο ξέρουμε, μόνο οι σάπιενς μπορούν να μιλάνε για πράγματα που δεν τα έχουν δει, αγγίξει ή μυρίσει ποτέ.(…) Αυτή η ικανότητα να μιλάμε για φανταστικά πράγματα είναι το πιο σπουδαίο χαρακτηριστικό της γλώσσας των σάπιενς. (…) Όμως η φαντασία δεν μας επέτρεψε μόνο να φανταζόμαστε πράγματα, αλλά και να τα φανταζόμαστε συλλογικά.» Καθώς όμως «κοινωνιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι το μέγιστο «φυσικό» μέγεθος μιας ομάδας που συνδέεται μέσω των προσωπικών σχέσεων είναι περίπου 150 άτομα, η εμφάνιση της φαντασίας και των κοινών μύθων ήταν το μυστικό του πώς κατάφερε ο χόμο σάπιενς να περάσει αυτό το κρίσιμο όριο και να φτάσει τελικά να δημιουργήσει πόλεις με δεκάδες χιλιάδες κατοίκους και αυτοκρατορίες με εκατοντάδες εκατομμύρια υπηκόους: μεγάλος αριθμός αγνώστων μπορούν να συνεργαστούν με επιτυχία αν πιστεύουν σε κοινούς μύθους.»

            Διακρίνει πολλή φρεσκάδα στη θεωρία αυτή ο Λι, συνεχίζει προσηλωμένος: «Οποιαδήποτε συνεργασία ανθρώπων σε μεγάλη κλίμακα – είτε πρόκειται για ένα σύγχρονο κράτος, μια μεσαιωνική Εκκλησία, μια αρχαία πόλη ή μια αρχαϊκή φυλή – είναι θεμελιωμένη σε κοινούς μύθους που υπάρχουν μόνο ση συλλογική φαντασία των ανθρώπων. Οι Εκκλησίες βασίζονται σε κοινούς θρησκευτικούς μύθους. Δύο καθολικοί που δεν έχουν γνωριστεί ποτέ τους μπορούν, παρ’ όλα αυτά, να πάνε μαζί σε μια σταυροφορία ή να συγκεντρώσουν χρήματα για τη δημιουργία ενός νοσοκομείου, επειδή κι οι δύο πιστεύουν ότι ο Θεός ενσαρκώθηκε και αφέθηκε να σταυρωθεί για να μας λυτρώσει από την αμαρτία. Τα κράτη βασίζονται σε κοινούς εθνικούς μύθους. Δύο Σέρβοι που δεν έχουν ξανασυναντηθεί ποτέ, μπορεί να διακινδυνέψουν τη ζωή τους για να σώσουν ο ένας τον άλλο επειδή και οι δύο πιστεύουν στην ύπαρξη του σερβικού έθνους, της πατρίδας Σερβίας και της σερβικής σημαίας(…)
            Ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά δε υπάρχει έξω από τις ιστορίες που επινοούν και λένε αναμεταξύ τους οι άνθρωποι. Δεν υπάρχουν θεοί στο σύμπαν, ούτε έθνη, ούτε χρήμα, ούτε ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε νόμοι, ούτε δικαιοσύνη, έξω από το κοινό φαντασιακό των ανθρώπων (…) Στους ακαδημαϊκούς κύκλους, τα πράγματα που φτιάχνουν οι άνθρωποι μέσα από αυτό το δίκτυο ιστοριών   είναι γνωστά ως ‘φανταστικά πλάσματα’, ‘κοινωνικές κατασκευές’ ή ‘φαντασιακές πραγματικότητες’ (…) Από τη Γνωσιακή Επανάσταση και μετά, λοιπόν, οι σάπιενς ζουν σε μια διπλή πραγματικότητα. Από τη μια, στην αντικειμενική πραγματικότητα των ποταμιών, των δέντρων και των λιονταριών˙ από την άλλη, στη φαντασιακή πραγματικότητα των θεών, των εθνών και των εταιρειών. Όσο περνούσε ο καιρός, η φαντασιακή πραγματικότητα γινόταν όλο κι πιο ισχυρή, μέχρι του σημείου που, σήμερα, η ίδια επιβίωση των ποταμιών, των δέντρων και των λιονταριών εξαρτάται από την καλοσύνη φανταστικών πλασμάτων όπως οι θεοί, τα έθνη και οι εταιρείες.»

            Χαμογελάει ο Λι. Του αρέσει πάντα να έρχεται αντιμέτωπος με την ανάλυση, τη λοξή οπτική γωνία, τη ρηξικέλευθη ματιά˙ να αναμετριέται με σκέψεις που φωτίζουν χώρους μέχρι τότε σκοτεινούς. Σημειώνει τις παρατηρήσεις του στα περιθώρια του βιβλίου, κάνει τις υπογραμμίσεις του, βάζει τα ερωτηματικά του και αποφασίζει ότι πολύ γρήγορα θα τα συζητήσει όλα αυτά  με τον Δίδυμο. Είναι ό,τι λιγότερο μπορεί να κάνει, για να τιμήσει το βιβλίο που ακόμα κρατάει στα χέρια του, παρόλο που εδώ και λίγη ώρα ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από κάτι συννεφάκια του δειλινού.

ΣΗΜ: Ο κύριος Λι διαβάζει το βιβλίο του Yuval Noah Harari "Sapiens, μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου", μτφρ. Μιχάλη Λαλιώτη, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2015