-- Gouttes de sang, σταγόνες
αίμα, τα έλεγε ο Πατέρας εκείνα τα αγριολούλουδα που φύτρωναν λιγοστά και
διάσπαρτα ανάμεσα σε άλλα, το θυμάσαι, Λάμπρο;
-- Είναι να
μην τα θυμάμαι, αδερφέ; Αν δεν κάνω λάθος, είναι η κομβική στιγμή στην παιδική
μου ηλικία, που εκπαιδεύεται το μάτι μου να μαθαίνει τις λεπτομέρειες.
-- Και να
μαθαίνει από τις λεπτομέρειες,
Λάμπρο. Τουλάχιστον αυτό συνέβη με μένα.
-- Ναι,
ναι. Πέρασαν χρόνια και συνάντησα κάτι στον Κούντερα, που μ’ έφερε πίσω στον
κάμπο με τα gouttes de sang
– μα πώς διάολο είναι στα ελληνικά το όνομά τους; Στην Αθανασία, στο 5ο
κεφάλαιο..
-- Για
λέγε..
--
Προχωράει η Ανιές σε ένα μυρμηγκιασμένο από κόσμο πεζοδρόμιο του Παρισιού. Την
ενοχλεί η ασχήμια που παρατηρεί, κυρίως στους ανθρώπους. Και λέει μέσα της πως όταν η ασχήμια
θα έχει γίνει εντελώς ανυπόφορη, θα αγοράσει από ένα ανθοπωλείο ένα βλασταράκι
μυοσωτίδας, ένα μόνο βλασταράκι μυοσωτίδας, ένα λεπτό κοτσάνι που καταλήγει σ’
ένα λουλούδι μικροσκοπικό. Θα βγει μ’ αυτό στο δρόμο κρατώντας το μπροστά στο
πρόσωπό της, με το βλέμμα απάνω του ώσπου να μην βλέπει τίποτ’ άλλο από αυτό το
ωραίο γαλάζιο σημείο, ύστατη εικόνα που θέλει να διατηρήσει από έναν κόσμο που
έχει πάψει να τον αγαπάει[i].
Κατάλαβες, αδερφέ; Η δύναμη της μυοσωτίδας. Το ελάχιστο της ομορφιάς είναι
μέγιστο.
-- Η ζωή η ίδια είναι, κύριε Λι μου, η ζωή.
Και λέγοντάς το ο Δίδυμος, βγάζει από τη βιβλιοθήκη τον Φτωχούλη του Θεού,
στερεώνει τα πρεσβυωπικά του γυαλιά και « Φράτε Λεόνε, είπε, ένας ασκητής μια φορά πέθανε κι
ανέβηκε στον ουρανό˙ ανέβηκε στον ουρανό και μπήκε βαθιά στην αγκάλη του Θεού˙
είχε βρει την τέλεια μακαριότητα. Όμως μια μέρα έσκυψε κάτω στη γης και ξέκρινε
ένα πράσινο φύλλο. “Κύριε, Κύριε, φώναξε, άσε με να φύγω, να ξαναγγίξω το
πράσινο φύλλο!”. Κατάλαβες, φράτε Λεόνε;
Δεν αποκρίθηκα˙ τρόμαξα˙
αχ, τόση είναι, αλήθεια, η δύναμη του πράσινου φύλλου!»[ii]
Κι ενώ έξω
απ’ το παράθυρο ο ήλιος στη δύση
χρωματίζει το δικό του πέπλο ομορφιάς, τα δυο αδέρφια συνεχίζουν τη συζήτηση
για τα αγριολούλουδα του κάμπου, τα gouttes de sang που
πώς στο καλό τα λένε ελληνικά, τα μικρά
και ασήμαντα, μικρές κι ασήμαντες ψηφίδες κι αυτοί στο απέραντο μωσαϊκό τούτης
της πόλης που έχει σκεπάσει καιρό τώρα τα μικρά κι ασήμαντα αγριολούλουδά της.
[i]
Από την Αθανασία, του Μίλαν Κούντερα, εκδ. Εστία,1991, μτφρ. Κατερίνα Δασκαλάκη, σελ. 31-32
[ii]
Από τον Φτωχούλη του Θεού, του Νίκου Καζαντζάκη, εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, σελ. 203