Σε βολική θέση για πρωινό καφέ το
σπίτι του Δίδυμου. Πάνω στον ποδηλατόδρομο, απ’ όπου ο κύριος Λι πάει στην
Αθήνα για τα ψώνια του. Στάση. Κουδούνι. Φωνή. «Βάλε το μπρίκι μόνος σου, είμαι
στο μπάνιο, έρχομαι.»
Η κουζίνα μες στην πολυλογία: ότι
χτες είχε επισκέψεις ο Δίδυμος, ότι άργησαν και ήπιαν κι αρκετά, ότι δοκιμάσανε
προϊόντα – λάφυρα διακοπών, ακόμα κι ότι.. Ωχ, ο καφές! Ευτυχώς τον πρόλαβε,
πρόσθεσε και τα κουλουράκια του φούρνου που έφερε, τα σερβίρει τώρα στον αδερφό
του, που, περιχαρής και σαπουνομύριστος, δείχνοντας φρέσκος φρέσκος μες στο
άσπρο του πουκάμισο, θρονιάζεται στην πολυθρόνα
λαχταρώντας το ευεργετικό πρωινό ρόφημα.
- Ποιους είχες εδώ, χτες, αδερφέ;
- Ποιους; Τον Αμέρικο Βεσπούκι, το
Βάσκο ντα Γκάμα, το Χριστόφορο Κολόμβο και κάποιους άλλους αυγουστιάτικους
θαλασσοπόρους εξερευνητές του αιγαίου πελάγους.
- Λέγε, ρε!
- Μήτσος, Νανά, Γιάννης, Μαρία. Δυο
μήνες στην άγονη γραμμή, τα θηρία. Ενθουσιασμένοι. Η λιτότητα των γραμμών και
των μέσων, η αυθεντικότητα, οι άνθρωποι κι ο μόχθος, τα μεγέθη στο σωστό
μέγεθος, οι αργοί ρυθμοί, η φύση γύρω τους που ξύπνησε τη φύση μέσα τους, ξέρεις.
Δήλωσαν ότι επέστρεψαν αναβαπτισμένοι.
- Ναι, αλλά επέστρεψαν, Μπούφο. Επέστρεψαν
εδώ που επέλεξαν να ζούνε, να ζούμε, χάνοντας όλα αυτά που μετά συναντάμε μ’
ενθουσιασμό στις διακοπές μας. Τι βρίσκουμε εδώ; Γιατί κολλάμε;
- Είναι αυτό που σου έλεγα για το
σινεμά, Λάμπρο, θυμάσαι; Η μεγάλη οθόνη, ναι, το σκοτάδι, ναι, αλλά πάνω απ’
όλα η αίσθηση του συγχρωτισμού,
των ανθρώπων που τους δένει κάτι και το μοιράζονται. Έστω και μ’ αυτούς τους
συγκυριακούς όρους. Η βαθιά ριζωμένη αίσθηση της κοινωνικότητας. Άλλωστε, και η
Νανά έλεγε χτες ότι δε θα έμενε το χειμώνα στο νησί. «Εκεί από τις οκτώ το
βράδυ δεν κυκλοφορεί κανείς, δε βλέπεις κανένα». Θέλουμε το κοπάδι μας, τα άλλα προβατάκια, Λάμπρο, συμπλήρωσε με το πάντα οριακά προκλητικό στιλ του ο
Δίδυμος.
Δεν άργησε την επίσκεψη ο κύριος Λι.
Επόμενη στάση το Μικρό Βιβλιοπωλείο στον πεζόδρομο του Θησείου. Χαζεύουμε,
μυρίζουμε, κρυφοκοιτάμε με τρόμο τις τιμές, παίρνουμε τη βραχεία λίστα των δυο
τριών βιβλίων στα χέρια μας και καθόμαστε έξω στο παγκάκι για την τελική επιλογή. Aυτή τη
φορά όμως στο βιβλίο «Μια ολόκληρη ζωή», του Robert Seethaler (μτφρ. Γ. Καλιφατίδης, εκδ. utopia) τον
περίμενε μια απίθανη έκπληξη. Εκεί, λοιπόν μέσα στο βιβλίο, ξεδιπλώνεται η ζωή
του μοναχικού χωρικού ενός απομακρυσμένου χωριού των Άλπεων, του Έγκερ. Στη
σελίδα που έπεσε το μάτι του κυρίου Λι είμαστε στα 1969 και ο Έγκερ πηγαίνει σε
μια κοινοτική αίθουσα που διαθέτει τηλεόραση, να παρακολουθήσει τους αμερικανούς
αστροναύτες που θα πατούσαν για πρώτη φορά στο φεγγάρι. Η συνάθροιση των
συγχωριανών εκεί αποπνέει έναν ενθουσιασμό, μία έξαψη. Ζωηρές παρατηρήσεις,
χειροκροτήματα, κεράσματα.
Καμία έκπληξη μέχρι εδώ. Η έκπληξη
ήρθε με την κατάληξη της παραγράφου:
«Και
ενώ στην τηλεόραση που είχε στηθεί στη συσκοτισμένη αίθουσα του φρεσκοβαμμένου
δημαρχείου οι δύο αμερικανοί σεργιάνιζαν εκείνη ακριβώς τη στιγμή ψηλά πάνω από
το κεφάλι τους περιδιαβάζοντας σαν απόκοσμες οπτασίες στην επιφάνεια της
Σελήνης, ο Έγκερ ένιωσε να τον πλημμυρίζει η μυστηριώδης αίσθηση πως δεν ήταν
ολομόναχος εδώ κάτω στη Γη και ένιωσε μια κοινή μοίρα να τον συνδέει με τους
συγχωριανούς του.» Μέσα στην αίθουσα με
τον κόσμο «ένιωσε μια κοινή μοίρα να τον συνδέει με τους συγχωριανούς του»! Ακόμα
νωπή στα αυτιά του η συζήτηση με το Δίδυμο, απίστευτο!
Έβγαλε από το σακίδιο το παμπάλαιο
κινητό, έστειλε ένα εγκώμιο στο Δίδυμο, αγόρασε το βιβλίο, ξεκλείδωσε το
ποδήλατο και τράβηξε για το Μοναστηράκι, να ανακατευτεί με το ανώνυμο πλήθος,
να χαζέψει και να κάνει τα ψώνια του.