Κατηφόριζαν την Πανεπιστημίου τα δυο αδέρφια, μετά την
παρουσίαση του βιβλίου του φίλου τους του Φώτη, τα μαγαζιά ανοιχτά ακόμα,
κόσμος αρκετός.
Γι’ αυτόν
τον κόσμο των λεωφόρων άρχισαν να φλυαρούν, κάτι για πολύβουη ερημιά, για πόσες
ιστορίες δίπλα δίπλα και μαζεμένες, για αλληλοδιασταυρούμενες μοναξιές, για
«Μιχάλη!» Ακινητοποιημένη
μια μοναξιά κοίταζε τον Δίδυμο με έκπληξη, απορία και ετοιμότητα αναδρομής. Με
τον κύριο Λι καθάρισε γρήγορα με ένα χαμόγελο, αναζητώντας ίσως συμμαχίες και
αποδοχή σ’ αυτή τη μίνι και έκτακτη συνεδρίαση πεζοδρομίου: «πρέπει να είσαι ο
Λάμπρος, ε, μάλλον δε θα με θυμάσαι, μια εποχή κάναμε πολλή παρέα με τον αδερφό
σου˙ Λία».
Κρέμασε ο
κύριος Λι υπομονετικά το χαμόγελο του δεύτερου ρόλου, όσην ώρα κράτησε η πτήση
στο παρελθόν, χαιρετήθηκαν, φιλήθηκαν κιόλας, χώρισαν με τις συνήθεις
αλληλοϋποσχέσεις.
Η Λία.
Περασμένα μεγαλεία.
«Πολύ θερμό
σε είδα, αδερφέ. Μα δεν είχατε ψυχραθεί κάποτε εσείς;»
«Πάνε
χρόνια πολλά, Λάμπρο. Ατονούν αυτά. Αν δεν τη σγαρλίζεις, η φωτιά σβήνει.
Άλλωστε, πέρα από εκείνο το περιστατικό με τη φιλοξενία που μας έκανε να
ψυχραθούμε, η Λία ήτανε πολύ εντάξει.»
«Ποιο
περιστατικό;»
« Στο νησί,
ρε, δε θυμάσαι; Με τη φίλη της, την Αναστασία.. Στις διακοπές του Πάσχα..»
«Ωωω, χω,
χω!» - αγιοβασιλιάτικη ικανοποίηση ο Λάμπρος. «Τότε που έστησες αυτί;;»
«Άντε, ρε!»
– ενοχλημένος ο Δίδυμος.
Σιγά σιγά ο
Λι θυμάται. Ο Δίδυμος φιλοξενεί δυο καλές του φίλες, ένα βράδυ επιστρέφουν σπίτι
και χωρίς να ξέρουν ότι αυτός είναι ξαπλωμένος στο διπλανό δωμάτιο, μιλάνε γι’
αυτόν σχολιάζοντάς τον. Ο Δίδυμος ακούει
μια άλλη Λία, όχι σαν κι αυτή που ήξερε,
δυσαρεστημένη από λεπτομέρειες, κριτική, επικριτική, ακόμα και το χρώμα της
φωνής της αλλιώς το ακούει. Δεν είπαν φοβερά πράγματα. Όμως ήταν αρκετά για να
χαλάσει η διάθεση του και για να ραγίσει η σχέση του με τη φίλη του. Φαίνεται
πως κάποια στιγμή κατάλαβαν κι αυτές ότι τους είχε ακούσει, θα σοκαρίστηκαν, ίσως.
Την άλλη μέρα, χωρίς κανείς να πει κάτι γι’ αυτό, προφασίστηκαν κάτι και έφυγαν
εσπευσμένα απ’ το νησί. Ανάσταση χωρίς
Αναστασία.
« Και καλά,
εσύ γιατί χαμογελάς τόση ώρα;»
«Γιατί σου
‘χω ένα τέλειο απόσπασμα για την περίπτωσή σου. Θα στο στείλω με μέιλ, μόλις
πάω σπίτι».
Και το
‘στειλε. Και έγραφε:
« Το να
κρυφακούς είναι αναμφίβολα χρήσιμο, αν αναζητάς μια συγκεκριμένη πληροφορία,
αλλά ακόμα και η τυχαία ακρόαση, σαν κι αυτή που μπορεί να σου προκύψει ένα
πρωί, ενώ κατεβαίνεις τα σκαλιά ενός φιλικού σπιτιού στο οποίο φιλοξενείσαι
–αυτό το είδος της ακρόασης στον χώρο ενός σπιτιού -, μπορεί να είναι
διαφωτιστική, με πολύ διαφορετικό τρόπο. Όρθιος στη μέση της σκάλας, με το ένα
γόνατο λυγισμένο και το ένα χέρι ακουμπισμένο στο κάγκελο, ακούς τον φίλο σου
να συζητά με τη γυναίκα του και αποκομίζεις μια σπάνια πληροφορία: πώς αλληλεπιδρά
ο φίλος σου με κάποιον άλλο, εν τη απουσία σου. Αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ σε
μια απευθείας συζήτηση, αφού δεν μπορείς να συζητήσεις με κάποιον χωρίς να
επηρεάσεις τη στάση του. Όταν συνομιλώ με κάποιον, βλέπω απλώς την εικόνα που ο
ίδιος θέλει να προβάλει για τον εαυτό του, καθώς αλληλεπιδρά με το παρόν και
την ιστορία που τον συνδέει με εμένα. Κανένας μας δεν είναι μόνο ένα άτομο,
είμαστε τουλάχιστον τόσα όσα και οι γνωστοί μας. Ό,τι ακούει κανείς κρυφά
μπορεί να τον σοκάρει ή να τον προβληματίσει, αφού το ακούει παράτυπα, σαν να
οικειοποιείται ξένη ιδιοκτησία, και φέρει πάντα τον χαρακτήρα του
απαγορευμένου. Κι όμως, στο φως της μέρας, αυτά που έχει κρυφακούσει κανείς
ενδέχεται να αποκαλύψουν κάτι παραπάνω από την προσωπικότητα του άλλου, μπορεί
να φανερώσουν μια αλήθεια που γίνεται αντιληπτή μόνο όταν η μέριμνα για την
αυτοεικόνα μας απαλείφεται. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την αμηχανία του,
όταν γίνεται μάρτυρας της ανεξάρτητης ύπαρξης ενός άλλου ανθρώπινου όντος, το
οποίο γνώριζε μόνο μέσω μιας άμεσης σχέσης μαζί του; Και πώς αλλιώς να κατανοήσει αυτή την
αμηχανία, παρά μόνο αντιμετωπίζοντας καταπρόσωπο τον εγωκεντρισμό που προδίδει;
Αν όντως υπάρχει ειλικρίνεια τη στιγμή που κρυφακούς, δεν αναδύεται ακριβώς από
την απουσία του εαυτού σου, που σου παρέχει τη δυνατότητα να ακούς χωρίς το
φίλτρο του εγώ σου;»*
«Λία..»,
μονολόγησε ο Λι, κλείνοντας τον υπολογιστή. «Θα μπορούσε να ήταν και το θηλυκό
του ‘Λι’..».