Σάββατο 25 Μαΐου 2019

το κλειδί μαζί του



             Όταν κάπως παρορμητικά και χωρίς πολλή σκέψη, επεξεργασία και σχέδιο ο κύριος Λι έκανε την πρώτη του βόλτα στη γειτονιά των ιστολογίων, την 1η Οκτωβρίου του 2017, δε φανταζόταν τις ανοιχτές αγκαλιές που θα συναντούσε.
            Τα ‘χουν τα ταξίδια αυτά. Πριν μόνο ελπίζεις˙  ύστερα μαγεύεσαι.
            Σα μαγεμένο το μυαλό του κυρίου Λι φτερούγισε στη φιλόξενη αυτή επικράτεια. Μπήκε στους κήπους, άδραξε καρπούς, συνομίλησε με τους κηπουρούς και τους ιδιοκτήτες, γελαστοί, ευαίσθητοι άνθρωποι, για δες, και θαυμαστά τα έργα τους. Κι αυτή την τέχνη του χαμόγελου, πόσο καλά την κατείχαν..
            Όσο κι αν κοινωνικός ο προσανατολισμός του, μοναχικός κατά βάθος χαρακτήρας ο ήρωάς  μας, με τον καιρό μετέτρεπε το αρχικό ξάφνιασμα σε αποκαλυπτική γνωριμία της παρέας, των ανθρώπων. Ζεστά ήταν εκεί. Καλόμαθε. Κάθε μέρα μπαινόβγαινε στα σπίτια τους και κάθε Κυριακή πρωί τους φίλευε από τα δικά του τα καλούδια. Χαρές πρωτόγνωρες.
            Κι έτσι όλο και παρέτεινε τη βόλτα του, όλο και ανέβαλλε την αναχώρηση – που δυσκολευόταν να την πει αποχώρηση. Κι ας ήξερε ότι στους ελιγμούς και τις αναβολές μας ο Χρόνος γελάει. Κι όταν πια αποδέχτηκε ότι το ποτάμι του χρόνου δε συζητάει μαζί του, οχυρώθηκε τουλάχιστον σ’ αυτό: Η αγάπη του, η εκτίμησή του για τη γειτονιά αυτή και τους ανθρώπους της δεν είχαν υποχωρήσει καθόλου με τον καιρό˙ αντιθέτως: είχαν λόγο και ρίζες και γνώση και βιώματα και μνήμες – στοιχεία που τις ισχυροποιούσαν πολύ περισσότερο.
            Ήξερε κι απ’ άλλους χωρισμούς στη ζωή του: Όταν αγαπάς κάτι, φεύγοντας προσωρινά ή μόνιμα, το παίρνεις μαζί σου. Του φτιάχνεις μια φωλιά μέσα σου και ζεις μαζί του.
            Δύσκολο έργο, λοιπόν, μου ανέθεσε το αφεντικό σήμερα. Να δώσω ευχαριστίες, που όμως δεν είναι αρκετές - πού να τις βρω τόσες; -, να μεταφέρω αγάπη και εκτίμηση, που όμως δύσκολα περιγράφονται, να ζωντανέψω τα συναισθήματα αυτής της πορείας, που εδώ κι αν σηκώνω τα χέρια. Τουλάχιστον είχε την ιδέα να πάρει το κλειδί μαζί του. «Ποτέ δεν ξέρεις», είπε. «Άλλωστε, φεύγουμε χρωστώντας τόσα δώρα εδώ. Κι αυτή η εκκρεμότητα μπορεί κάποια στιγμή να μας λυγίσει. Ας έχουμε ένα κλειδί μαζί μας.»

            Φεύγοντας, έρριχνε κλεφτές, διψασμένες ματιές, υποθήκες να πάρει μαζί του. Είδε:
            την  Άιναφετς στην εξοχή, στα λουλούδια της, λουσμένη στο φως. Στο δωμάτιο της πίσω αυλής τον Παραμυθά χαμογελαστό στις μεταφράσεις του.
            τη Μαρία Γ. βυθισμένη στα χρώματά της. Κίτρινα, πράσινα, καφέ τα πιο πολλά.
            την Αννίκα να ψάχνει κάτι σε κάποια βιβλία, σκυμμένη και αφοσιωμένη εκεί.
            την Αρτίστα – μα πού πήγε; - κάποιον φίλο θα βγάζει έξω απόψε. Και ξέχασε και την τοστιέρα αναμμένη
            το Γιάννη να πληκτρολογεί στο μισοσκόταδο, δίπλα σε ένα παρήγορο ουισκάκι και στη συλλογή του με τα παλιά dvd.
            τη Μάνια να φεύγει για εκδρομή με ένα κόκκινο αυτοκίνητο κι ένα αγαπημένο παλτό
            το φιρίκι στον κήπο, περιποίηση φυτών, τακτοποίηση, να συνομιλεί  με το μικρόκοσμο του βουνού
            τη Μοσχούλα πνιγμένη στις σημειώσεις αλλά καθόλου πνιγμένη
            το ξωτικό να σκαλίζει τον υπολογιστή του, προσπαθώντας να βρει τι φταίει, να σηκώνεται και να κλείνει την πόρτα
            την Πίππη γελαστή να διαβάζει ένα βιβλίο σε ένα παιδικό δωμάτιο
            τη Μαρίνα να λάμπει και να βάφεται τραγουδώντας
            τη fish eye να πίνει καφέ έχοντας δίπλα τη φωτογραφική κι έναν αγαπημένο άσπρο σκύλο
            την Αναστασία στην κουζίνα να δοκιμάζει καινούριες συνταγές
            την Τζοάννα να διαβάζει –δίπλα μια τσάντα παστέλ
            την Άννα να φτιάχνει μια βαλίτσα – από τώρα για το νησί;
            τον Ευρυτάνα να ιχνηλατεί στις φωτογραφίες των περήφανων βουνών
            τη Μαρία να γράφει πυρετωδώς ιστορίες ανθρώπων και αγρίων
            το αννετά…κι να πακετάρει τις σημειώσεις του για τη μετακόμιση και  
            το λυσσιπάκι να το κυνηγάει να πάρει και όσες άφησε πίσω
            τη roadartist .. τη roadartist δεν την είδε, κάπου στην Αθήνα θα γυρνούσε με τη φωτογραφική της
            τη φακίδα να παίρνει τα χαραγμένα στην καρδιά της μονοπάτια
            τη Βασιλική να ζωγραφίζει με χρώματα αχνά την άνοιξη
            την Κατερίνα να σημειώνει και γύρω πολλά καλά βιβλία
            τη Μεμαρία να φτιάχνει χάρτινα καραβάκια για να ταξιδεύει τη γήινη ματιά της
            είδε και την άλλη Μαρία, και μια ακόμα, είδε και τη Νικολέττα, ακόμα κι όσους είχαν σβηστά τα φώτα την ώρα εκείνη
            Κλεφτές, διψασμένες ματιές, ματιές αγκαλιές για όλους.
            Ευσυγκίνητος και χαζά περήφανος πάντα του, ας μην τον ξεμπροστιάσουμε τώρα σ’ αυτή την πολύ δική του στιγμή. Ας τον δούμε μόνο καθώς απομακρύνεται,
 ξέροντας πως έχει πάρει το κλειδί μαζί του.

Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Το σύστημα κόλλησε




            Κάπως σαν ξεχασμένο από το σύστημα το κτίριο αυτής της Εφορίας. Σε γειτονιά με απομεινάρια βιοτεχνιών, μάρτυρες μιας ζωής που δεν προχώρησε, μάρτυρες ότι η ζωή προχωράει. Μπαίνεις από μια στενή πόρτα κι ανεβαίνεις σε έναν κατασκότεινο δεύτερο όροφο, την ώρα που έξω ο ήλιος στήνει πανηγύρι.
            Αδειαΐλα, σκηνικό μετά-την-καταστροφή, νιώθεις πως ακόμα  κι αν έρθει το τέλος του κόσμου, από ‘δω δε θα περάσει. Ακόμα χειρότερα: Νιώθεις πως το τέλος του κόσμου ήρθε, πως αυτός ο δεύτερος όροφος υπάρχει σα να μην υπάρχει άλλος κόσμος.
            Αυτές δεν είναι σκέψεις, βεβαίως, του κυρίου Λι, που ανεβαίνει τη σκάλα με την ελπίδα να διεκπεραιώσει αναίμακτα μία φορολογική του υπόθεση με μία άπαξ επίσκεψη στο φουτουριστικό αυτό σκηνικό. Η διάχυτη εντύπωσή του είναι που προσπαθούμε να της δώσουμε μορφή. Και συμπληρώνουμε:
            Η αίθουσα όπου μόλις μπήκε, τεράστια, τεράστιο γκρι, σκοτεινή κι αυτή παρά τα ευμεγέθη παράθυρα απ’ όπου μπορεί κανείς να ατενίζει το όρος Αιγάλεω, το Ποικίλο, καθώς και τα σπίτια που λαχανιάζοντας σκαρφαλώνουν προς την κορυφογραμμή, λες για να ξεφύγουν απ’  τον εαυτό τους, να πάρουν αέρα, να ανασάνουν. Μπροστά από τα παράθυρα, στην αχανή αίθουσα, τρία τέσσερα γραφεία όλα όλα, στο καθένα καθισμένη και μια σκιά που γυρνούσε επιδεικτικά την πλάτη στο έξω φως.
            Για να μην τα πολυλογούμε, ο κύριος Λι ένιωθε ότι παρακολουθούσε ένα πολύ πετυχημένο σεμινάριο με τίτλο «αδράξτε το μουντό» ή «θάνατος χωρίς προσπάθεια» ή «η ματαίωση» ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.

            «Καλημέρα».
            «Καθίστε».
            Η παράλειψη της ανταπόδοσης της καλημέρας και η πρόταξη της προστακτικής – «καθίστε» - κάνει δύσκολη τη δουλειά του μεταφραστή. Προστακτική ευγενείας; Της διεκπεραίωσης; Του ξεκαθαρίσματος του πρώτου ρόλου; Της βαρεμάρας; Του ποτέ δεν έμαθα ν’ αγαπάω; Τέλος πάντων, κάθησε. Φόρεσε το καλό του χαμόγελο και ξεκίνησε να περιγράφει την υπόθεση που εκκρεμούσε, ελπίζοντας πως ο σκιώδης υπάλληλος θα εκτιμούσε τη λεπτότητα και την ευγένειά του. Ανάλογη εικόνα που θα είχε και ένα παιδί στο γραφείο του Διευθυντή του σχολείου, αναπτύσσοντας στον Μπαμπούλα το θέμα «δεν το έκανα εγώ, κύριε».
            Ο σκιώδης δεν ξέρουμε αν εκτίμησε την ευγένεια του κυρίου Λι. Εκείνο που σίγουρα εκτιμούσε ήταν το τσιγάρο του που σβηστό –μεν αλλά- το είχε ακουμπισμένο στο τασάκι και συνεχώς το καλόπιανε με το μάτι του και τα δάχτυλά του. Βλοσυρός κι ανέκφραστος άκουσε την περίπτωση του Λι, ανέκφραστος ζήτησε φωτοαντίγραφα, ανέκφραστος απαίτησε την κατοχή των απαραίτητων εγγράφων, ανέκφραστος τα άπλωσε όλα μπροστά του και άρχισε να πληκτρολογεί σφυροκοπώντας τον υπολογιστή του με το δείκτη του δεξιού του χεριού, με τον ίδιο που χάιδευε πριν στοργικά το σβηστό τσιγάρο.
            Κάποια στιγμή
            «Έχουμε πρόβλημα με το σύστημα», σχεδόν μονολόγησε  το μέρος του συστήματος.
            Και στο ερωτηματικό βλέμμα του κυρίου Λι συμπλήρωσε:
            «Κολλάει. Σήμερα κολλάει απ’  το πρωί. Θα περιμένουμε» Και συνέχισε
να κοιτάζει την οθόνη που δεν είχε τίποτα να πει
και να χαϊδεύει με τ’ ακροδάχτυλα το τσιγάρο που δεν κάπνιζε.
 
            Αμήχανος, μέσα στην απορροφητική σιωπή, ο κύριος Λι έρριξε το βλέμμα του στο γραφείο, όπου απλωμένα τα χαρτιά με τα στοιχεία της ολοζώντανης ζωής του. Το σπίτι εκεί, ο Υιοθετημένος, τα προστατευόμενα μέλη, ένα παλιό δάνειο, το τρακαρισμένο αυτοκίνητο, στοιχεία που σήμαιναν τόσα γι’ αυτόν. Κι όλα αυτά σε χαρτιά αδιάφορα, αποστασιοποιημένα, απρόσωπα, γεμάτα αριθμούς, χαρτιά που ενδιέφεραν πολύ τον σκιώδη υπάλληλο, χαρτιά που μιλούσαν για μια ζωή που δεν ενδιέφερε καθόλου, χαρτιά απαραίτητα για ένα σύστημα που είχε κολλήσει και που ποιος ξέρει αν και πότε θα ξεκολλούσε.
            Σήκωσε το βλέμμα ο κύριος Λι, παραιτημένος από την έγνοια να επικοινωνήσει με τον ακοινώνητο απέναντί του, και το έστειλε πίσω του, ψηλά, εκεί που συναντούσε το όρος  Ποικίλο. «Αυτό που βλέπουμε μπροστά μας στην έξοδο από την Αθήνα», του είχε πει ο Υιοθετημένος, για να τον κάνει να καταλάβει ποιο βουνό ήταν.» Εκεί είχε καρφώσει το βλέμμα του ο κύριος Λι, εκεί, στο Ποικίλο, στην έξοδο από την Αθήνα, στην έξοδο από.
            Κι εκεί θα τον αφήσουμε να προσβλέπει, γιατί έτσι κι αλλιώς το σύστημα έχει κολλήσει.
 
 
αφιέρωση: στον Γιάννη, που με έμαθε το Ποικίλο και που χτες είχε τα γενέθλιά του

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

ο ήχος της απουσίας

          

             Τον βάραινε ο ήχος της σιωπής, του είπε.
            «Ο ήχος της σιωπής;»
            «Ναι, Λάμπρο, πώς να στο πω, η απουσία των ήχων που μέχρι τότε με συντρόφευαν».
            Δεν ήταν πολύς καιρός που είχε χωρίσει. Έφυγε αυτός, δε γινόταν διαφορετικά. Πήρε λίγα πράγματα και νοίκιασε ένα μικρό  διαμέρισμα. Κι από τις πρώτες μέρες, προτού καταλαγιάσει καν η μέσα φουρτούνα, τον κάρφωνε η απουσία των ήχων.
            Δεν είχε ποτέ φανταστεί πόσο κατευναστική επίδραση ασκούσε ο ήχος του νερού, όταν εκείνη έκανε το μπάνιο της˙ το γουργούρισμα της καφετιέρας με τον καλό καφέ που της έφερνε κάθε τόσο˙ το κλειδί που ανοίγει την πόρτα στις οκτώ παρά δέκα˙ η βαριά κοιμισμένη ανάσα μέσα στη νύχτα˙ τα δάχτυλα που πέφτουν νευρικά και άτσαλα στο πληκτρολόγιο˙ ο ήχος των πιάτων στην κουζίνα συνοδεία ραδιοφώνου, ό,τι, τέλος πάντων, έφτανε στ’ αυτιά του και στη δευτερεύουσα αντίληψή του τις ώρες που ο ίδιος ασχολούνταν με τα δικά του, ίσως και σ’ άλλο δωμάτιο του σπιτιού.
            Δεν είχε καταλάβει ποτέ την ευεργεσία αυτής της συμφωνίας των ήχων, των ήχων της ανθρώπινης παρουσίας, ήταν σα να μην είχε ακούσει ποτέ το τραγούδι τους – τα έχουν αυτά οι κανονικότητες, ξεγελάνε, περνιούνται για αιωνιότητες. Στοργική αγκαλιά και ειρήνη το σύμπαν των ήχων, ακόμα και των καθημερινών θορύβων που παράγονταν και έφταναν στ’ αυτιά του μεταμφιεσμένοι σαν ενοχλητικοί: μια ηλεκτρική σκούπα, ένα σφυρί που καρφώνει τον τοίχο, ένα καπάκι κατσαρόλας που πέφτει κάτω –«γαμώ το!»-, το πιστολάκι για τα μαλλιά, τόσα, τόσα, είναι τόσα που σου φωνάζουν ν’ ανοίξεις τα μάτια, να αντικρύσεις την αγκαλιά που σου ανοίγουν και σου προσφέρουν.

            Τώρα, στο μικρό του διαμέρισμα, μια σιωπή πηχτή απλωνόταν σαν ομίχλη, σα να βυθιζόταν ο ίδιος στο νερό, κανένας ήχος - γιατί τον πνιγμό τον φανταζόταν πάντα άηχο; Ο ήχος της απουσίας είναι οξύς, μεταλλικός, αμείλικτος˙ τρυπάει τ’ αυτιά με την ανυπαρξία του, είπε.
            Ο κύριος Λι τον άκουγε αμήχανος και με την αίσθηση της ολοκληρωτικής αδυναμίας να αρθρώσει παρήγορο λόγο. Κατέφυγε μόνο παρελκυστικά, παραπλανητικά, στη συνήθη σεισάχθεια τακτική του. Της χαριτωμένης ελάφρυνσης.
            « Μέσα σ’ αυτή τη σιωπή, ακούς τουλάχιστον τους χτύπους της καρδιάς σου;», τον ρώτησε.  Και στο καταφατικό σκεφτικό νεύμα του συνομιλητή του, αποφάνθηκε σαν αισιόδοξα: «Α, είναι μια καλή αρχή αυτό!»
            Έμειναν για λίγο στη σιωπή. Δεν είναι η ώρα να ακούσουμε τη μουσική της τώρα.

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

το ραβδάκι που κάνει το αυτό άλλο


        Τι κάνει ο κύριος Λι όταν οι μαθητές του, ώρα πολλή, αποτυπώνουν τις σκέψεις τους στο χαρτί; Τους παρατηρεί και
σημειώνει κι αυτός τις σκέψεις του
για τους μαθητές που σημειώνουν τις σκέψεις τους.
            Η έκθεση σήμερα έχει θέμα τη σχέση κατανάλωσης και μέσων μαζικής επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης. Τις επιπτώσεις απ’  αυτή τη σχέση. Τις προτάσεις  ανακούφισης απ’  αυτές τις επιπτώσεις. Και παρατηρώντας εαυτόν και ετέρους ο κύριος Λι  στέκει αμήχανος απέναντι στην αντίφαση: κάποιοι άνθρωποι σε ένα χώρο, πελάτες καλοί  της εποχής τους όλοι, συνεπείς καταναλωτές, εξαπολύουν μύδρους κατά της κατανάλωσης και του καταναλωτικού ανθρώπου.
            Και σημειώνει ο Λι με το μολυβάκι του στη δική του έκθεση, στο πίσω μέρος ενός φύλλου με το σχέδιο μαθήματος, το διδακτικό στόχο, την αφόρμηση και τη διδακτική πορεία μιας  παράδοσης μαθήματος. Στο πίσω μέρος:
            «Το γνωστό με το πουλί στο κλουβί: Δεδομένο πως η ζωή είναι αυτό. Αυτό που έχει. Τρώει, πίνει, κελαηδάει. Αν ένα πορτάκι ξεχασμένο και δυο ασθενικά φτερά στην πλάτη του μαρτυρήσουν πως η ζωή είναι άλλο,  τότε άγνοια, τρόμος κι αδυναμία. Άλλο; Τι άλλο, δηλαδή; Σκύβει ο Πλάτωνας, «άλλο», του ψιθυρίζει, «η πραγματική ζωή δεν είναι επίπεδες σκιές˙ είναι χρώματα και αφή, είναι μυρωδιές και άπειρο, είναι αποχρώσεις, ποικιλία, πόνος και χαρά».
            Αλλά το σπήλαιο του Πλάτωνα είναι πολύ μακριά, φαίνεται, και κανείς δεν ξεχνάει το πορτάκι του κλουβιού ανοιχτό. Και το πουλάκι συνεχίζει να τρώει, να πίνει και να κελαηδάει μέσα στο κλουβί. Κι εμείς συνεχίζουμε να το ταΐζουμε με κανναβούρι, νερό και σκιές. Η ζωή είναι αυτό.»
            Έντεκα παρά. Έξω ήλιος. Οι μαθητές συνεχίζουν να γράφουν. Η ζωή είναι αυτό. Ο κύριος Λι συνεχίζει να σημειώνει.
            «Στην ταλαιπωρημένη χώρα μας μεγαλώνουμε θεωρώντας ότι η εκπαίδευση είναι αυτό. Τη γυμνώσαμε απ’ τα στολίδια της, τη σέρνουμε άχαρη, παραιτημένη, άνευρη, αποχυμωμένη, αδιάφορη. Δώδεκα χρόνια πορεία για τις Άγιες Πανελλαδικές εξετάσεις, το αδιάβλητο κι αδιαμφισβήτητο κριτήριο της επιτυχίας των  νέων. Δώδεκα χρόνια αναιτιολόγητης ανηφόρας κακοτράχαλης, μακριά από την ανακάλυψη του εαυτού και της χαράς της γνώσης, μακριά από την έμπνευση, μακριά από τον τύπο του ανθρώπου που μάθαμε να εκθειάζουμε στις μαθητικές εκθέσεις, μακριά από την ελευθερία. Η εκπαίδευση είναι αυτό. Κελαηδήστε, ωραία μου πουλάκια, κελαηδήστε.»
            Βλέπει τα ίσως έφηβα παιδιά του ο κύριος Λι  σκυμμένα στα θρανία τους να γράφουν, –πότε φτάσανε στην τρίτη λυκείου; -, η εντατικοποίηση τους τείνει το περίστροφο κι αυτά γράφουν. Χωρίς χαρά, χωρίς να ξέρουν γιατί, αποστασιοποιημένα απ’  αυτά που γράφουν, ακόμα κι από τον ίδιο τον εαυτό τους που δε γνώρισαν, που δεν ανάπτυξαν, που δεν πλούτισαν μέσα από τις ανέμπνευστες διαδικασίες ενός τέτοιου σχολείου.
            Ο κύριος Λι είναι σίγουρος. Σπάνια είναι σίγουρος, αλλά εδώ είναι. «Η εκπαίδευση δεν είναι αυτό. Είναι άλλο», γράφει.  «Είναι εκείνο το ραβδάκι που αγγίζει τις άκρες των χειλιών μας και μας τις ανασηκώνει όταν αντικρύζουμε μαγεμένοι τον κόσμο και τον άνθρωπο. Πόσο δύσκολος στόχος μπορεί να είναι;»
            «Κύριε, το αδηφάγος πώς γράφεται;»
            «Ποιος είναι αδηφάγος, Χριστίνα;»
            «Για τον καταναλωτισμό γράφω, κύριε».
            «Με ήτα, Χριστίνα».
            Ο, η αδηφάγος. Η αδηφάγος εκπαίδευση. Αυτή, με ήττα, σκέφτεται ο κύριος Λι και αφήνει το μάτι του να πέσει στο λουσμένο με φως απέναντι  μπαλκόνι.

αφιέρωση: στη Στέλλα Χ. για τον όμορφο αγώνα  και την προσφορά της στην εκπαίδευση

σημείωση 1: οι φωτογραφίες είναι από παλιότερες εκδηλώσεις και δραστηριότητες του 6ου λυκείου Καλλιθέας
σημείωση 2: το λογοπαίγνιο του τέλους κλάπηκε από  ποίημα του Αργύρη Χιόνη ( "με ήτα η ζωή τελειώνει˙ / με ήττα, επίσης" )