«Ξέροντας πως έχει πάρει το
κλειδί μαζί του».
«Αυτό να γράψεις για τελευταία φράση, βιογράφε», μου είχε
πει ο κύριος Λι, όταν με έβαλε να γράψω το αποχαιρετιστήριο κείμενο.
Τι βλάκας! Τι θεώρησε έξυπνο, άραγε; Ήθελε να υπαινιχτεί
ότι «εδώ είμαστε, δε χανόμαστε, παιδιά», να ταΐσει την ψευδαίσθησή του και τις ελπίδες των φίλων του; Να μας πει ότι
είναι το αφεντικό στο σπίτι του; Ότι ξέρει τι του γίνεται; Άβυσσος η ψυχή του
κυρίου Λι.
Ό,τι και να θεώρησε, πάντως, εμένα με αγνόησε. Ογδόντα
επτά. Ογδονταεπτά συναπτές βδομάδες με είχε σήκω κάτσε, γράψε σβήσε,
φωτογράφιζε και σχολίαζε. Και οι αναγνώστες του γρήγορα έγιναν δικοί μου συνομιλητές
και – τι παράξενα πράγματα!- φίλοι μου. Ήταν δύσκολο να καταλάβει ότι άνθρωπος
είμαι κι εγώ, ένα κομμάτι ζυμάρι, ότι ογδονταεπτά βδομάδες ζυμώθηκα με τη χάρη
και την αγάπη τους;
Και μετά; Έτσι φεύγουν, κυρ Λι μου; «Ξέροντας πως έχει
πάρει το κλειδί μαζί του». Μμμ.. Ναι, και κάτι έγινε τώρα.. Ο κύριος Λι με το
κλιδί κι εγώ σαν την καλαμιά στον κάμπο, σαν τον έρμο σαββοπουλικό κότσιφα στο
κλαδί μου έρμος και μοναχός.
Έτσι κι αλλιώς σε αναγκαστική άδεια είμαι - διάβαζε
απολυμένος. Έτσι κι αλλιώς το αφεντικό ούτε που φαίνεται κάπου στον ορίζοντα.
Έτσι κι αλλιώς σε λίγες ώρες ο χρόνος αλλάζει και έχω κι εγώ ανάγκη να θρέψω
τις ψευδαισθήσεις μου, να χαμογελάσω στους φίλους μου, να τους φωνάξω πως τους
πεθύμησα και πως μου λείπουν, να τους
βεβαιώσω πως, σε πείσμα κάθε ξεροκέφαλου αφηγηματικού προσώπου, η σκέψη μου
παραμένει κοντά τους και η συγκίνηση όταν μαθαίνω νέα τους είναι μεγάλη.
«Αποαφεντικώνεσαι, βιογράφε», τον βλέπω να με επιπλήττει
εκ του μακρόθεν.
Για κακό μου το λέει, αλλά εγώ
γελάω και κρυφοκαμαρώνω που, επιτέλους, τραβάω το δρόμο της καρδιάς μουˑ και που σήμερα άκουσα
αυτή και όχι αυτόν να μου υπαγορεύει τις λέξεις που γράφω, λέξεις αγάπης προς όλους σας, χρυσοί
διαδικτυακοί φίλοι, λέξεις- ευχές για το χρόνο που έρχεται. Λέξεις ψυχής – αυτές
που φέρνουν κοντά τους ανθρώπους, αυτές που έφεραν εμάς κοντά. Καλή χρονιά.
* φωτογραφίες του φοβερού τύπου Γιάννη Μάνεση :-)