Ο
κύριος Λι διαβάζει το βιβλίο της Hannah Kent «΄Εθιμα ταφής», (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος, 2014). Τον ταξιδεύει στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ισλανδία. Εκεί παρακολουθεί τους τελευταίους μήνες της καταδικασμένης
σε θάνατο Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Ενδιαφέρον βιβλίο, ζωντανό, με διεισδυτικά ηθογραφικά, ψυχογραφικά μέχρι
και αστυνομικά στοιχεία.
Ως συνήθως, όμως, ο Λι εστιάζει σε κάποιον
δευτερεύοντα άξονα: ένας εφημέριος αναλαμβάνει να προσφέρει την απαιτούμενη
αρωγή στην Άγκνες, για την προετοιμασία της ψυχής της «να επιστρέψει στους κόλπους
του Θεού». Και την επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά. Και ο κύριος Λι συναντιέται για άλλη μια φορά στη ζωή του με τη μαγεία της δύναμης του
λόγου. Παρακολουθεί πώς στις συναντήσεις ο λόγος θα σμιλέψει σιγά σιγά τη σιωπή,
πώς η αρχική επιφύλαξη θα γίνει εκμυστήρευση, η τραχύτητα τρυφερότητα, πώς στο
σκοτάδι της άρνησης θα χαράξει σταδιακά το φως, πώς το ανοίκειο θ’αποκτήσει μορφή αγαπημένη, πώς οι κλειστές ψυχές σαν
μπουμπούκια θα ανοίξουν.
Το θυμάται καλά αυτό το θαύμα του
λόγου και στην ιδιότυπης τρυφερότητας ταινία του Pedro Almodovar « Hable con ella» (Μίλα της). Εκεί
πάλι ο Benigno, ένας μοναχικός νοσοκόμος, περιποιείται την Alicia, μια νεαρή, που, αν και είναι σε κώμα, χωρίς καμία επαφή με το
περιβάλλον, αυτός της αφηγείται συνεχώς ιστορίες, χωρίς ποτέ να χάνει την πίστη
του στη θαυματουργό δύναμη του λόγου.
Παραμύθια, θα μου πείτε.
Ακριβώς. Παραμυθία, στα αρχαία = παρηγοριά. Παρά + μύθος, παρά + ἀγορεύω: στέκομαι δίπλα
σε κάποιον και του λέω μύθους, λόγια, «παραμύθια». Και με τα παραμύθια ανακουφίζω
τον προαιώνιο υπαρξιακό του φόβο, τον παρηγορώ, τον γαληνεύω.
Αυτή τη βαθιά ανάγκη αφουγκράζεται
ο Λι διαβάζοντας το βιβλίο της Hannah Kent. Την ανάγκη να λειάνει ο
άνθρωπος τους φόβους του, τη μοναξιά του, την υπαρξιακή του αγωνία με τη σαγήνη,
τη μαγεία, τη δύναμη του λόγου που παραστέκει˙ και παραμυθιάζει˙ και παρηγορεί.
Έτσι που να πλουτίζει με νόημα η ζωή,
αυτή η, κατά Γιάννη Ρίτσο, «σπίθα στην ανυπαρξία».
«Από τη θάλασσα το
βγάζουν το αλάτι;»
«Γιατί με ρωτάς τόσα
πράγματα, Στέινα;»
Το κορίτσι σωπαίνει, τα
μάγουλά του ροδίζουν.
«Επειδή μου απαντάς», μουρμουρίζει. (σελ. 261)