Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

οκτώ λεπτά



            Κάτι τέτοιες μέρες, παραμονές πρωτοχρονιάς, σαν σε ασκήσεις γυμναστικής στη γραμμή του χρόνου, ο κύριος Λι συνηθίζει να διατρέχει τον άξονα παρελθόν-παρόν-μέλλον.
            Πίσω στο χρόνο, λοιπόν. Ο εικοσιπεντάρης Λι παρουσιάζεται στο στρατό. Κεκαρμένος ήδη και με ηθικό έρπον, το απομεσήμερο θα πάρει το πλοίο απ’ τον Πειραιά και θα φτάσει στο νησί τα χαράματα.
            «Θέλεις να πάμε μαζί;», ο Νικόλας. Μαθήματα διακριτικής, ασχολίαστης συμπαράστασης. Σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής του ο φίλος του ο Νικόλας ήταν εκεί. Φορές μπορεί μίλια μακριά, αλλά πάντως εκεί. Δίπλα.
            Τα πλοία τότε είχαν κατάστρωμα γεμάτο κόσμο, κόσμο με άδεια από smartphone, τάμπλετ, κινητά χέρια.  Βρήκαν δυο καθίσματα στην πρύμη, ακριβώς πάνω από το κεφαλάρι της βαριάς μεταλλικής σκάλας, με θέα την άσπρη γραμμή που άφηναν οι μηχανές του πλοίου, γραμμή που έδειχνε με ακρίβεια πυξίδας τη δύση.
            Διάθεση ευφρόσυνη οι φίλοι μας, στη μπάντα το κουρεμένο κεφάλι, μάλλον γιατί ήταν μαζί, μάλλον γιατί ήταν νέοι, μάλλον γιατί είχαν το προνόμιο της ανεμελιάς. Γέλασαν πολύ, σχολίασαν, ξομολογήθηκαν, έκαναν σχέδια, χάζεψαν τους γλάρους που συνόδευαν το πλοίο πετώντας και επαιτώντας  κάνα μεζεδάκι. Κι  όταν ο ήλιος, βαθιά πορτοκαλής, κόντευε να αγγίξει την υδάτινη γραμμή του ορίζοντα:
            «Το ξέρεις ότι ο ήλιος που βλέπεις δεν υπάρχει;», αποκάλυψε  ο Νικόλας.
            «Ε;»
            «Αφού το φως του Ήλιου ταξιδεύει οκτώ λεπτά μέχρι να φτάσει στα μάτια μας, ρε. Αυτό που βλέπουμε εμείς τώρα έχει γίνει. Έχει δύσει ο Ήλιος. Και σε καμιά ακραία περίπτωση, μπορεί να του έχει συμβεί και κανένα κοσμοϊστορικό και ούτε καν να υπάρχει – πού ξέρεις τι γίνεται στο σύμπαν στα οκτώ αυτά λεπτά; Οπότε, άσε τις ρομάντζες και συγκεντρώσου. Αυτό που βλέπεις δεν υπάρχει.»
           

            Η καλοκαιρινή νύχτα στην πρύμη του πλοίου, βιωμένη με ένταση,  ένα παρόν πηχτό σαν το σκοτάδι γύρω, θα τους χαρασσόταν βαθιά στη μνήμη.  Ταξίδευαν πάνω σε μια φωτισμένη γραμμή, ίδια λες μ’ αυτή του χρόνου, πάνω σε μια φωτισμένη γραμμή που έσκιζε την άγρια νυχτερινή γαλήνη της θάλασσας, πάνω  καθρέφτης της ο κατάμαυρος ουρανός με τα μικρά του  φωτεινά στίγματα αστεριών που «μπορεί να μην υπάρχουν τώρα κι αυτά, Λάμπρο», πάνω σε ένα πλοίο που κουβαλούσε τόσες ανθρώπινες ιστορίες, καθώς αδιάφορο  γλιστρούσε απαλά στα λιμάνια που έπιανε σκάλα. Ο Νικόλας φρόντισε να φέρει δυο ποτάκια από το κυλικείο, η παρέα των φοιτητών δίπλα είχε βγάλει κιόλας απ’  τη θήκη την κιθάρα, την κοπέλα που τραγουδούσε φρόντισε το υποσυνείδητο των δύο φίλων να την ερωτευτεί πάραυτα σκουντώντας επίμονα το συνειδητό μπας και  ξυπνήσει από το λήθαργο,
            κι ενώ η νύχτα αυτή, παρούσα ακόμα,  καταχωνιαζόταν ήδη στη μνήμη τους  σε διαστάσεις μύθου, το πλοίο, απαλά κι ανεπαίσθητα κόντευε όλο και πιο πολύ στο ραντεβού του με το νησί.
            Τη θεωρία των οκτώ λεπτών τότε την πρωτόμαθε ο Λι. Απ’ το φίλο του το Νικόλα. Την εκτίμησε ακόμα περισσότερο όταν συνειδητοποίησε ότι μέσα σ’ αυτά τα οκτώ λεπτά , σ’ αυτή τη λάμψη, στρώνει τη ζωή του, όσον καιρό  το φως ταξιδεύει. Και τη θυμάται πάντα καθώς τα ημερολόγια αλλάζουν το τελευταίο ψηφίο τους κι από οκτώ το κάνουν εννιά, κι οι άνθρωποι δίνουν ευχές για τον καινούριο χρόνο γελαστοί και σαν ανέμελοι, έτσι καθώς το πλοίο φωτεινό γλιστράει απαλά στα λιμάνια των μικρών νησιών που πιάνει σκάλα.

αφιέρωση: έγινε ήδη: στο Νικόλα

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

πριν και μετά


            Κάτι σαν χριστουγεννιάτικο τραπέζι ετοίμαζε ο κύριος Λι για την επόμενη μέρα.
Ο αδερφός του, ο Δίδυμος, πέρασε το βραδάκι να του αφήσει λίγα καλούδια – η συμβολή  του στο δείπνο.
            Τον πέτυχε την ώρα που διακοσμούσε την αυλή. Κρυμμένα ώστε να φαίνονται, στα φυτά του κήπου, χρωματιστά φωτάκια, μικρά χαμόγελα να κρέμονται από τα κλαδιά της μανταρινιάς, λιλιπούτεια γλυπτά της Χρύσας, τώρα έτριβε ένα παλιό κόρνο για να βγάλει όλη τη λάμψη του και να το βάλει σε μια προστατευμένη φωτεινή γωνιά.
            « Παίζει αυτό;» 
            « Μπα..Έχει θέματα. Αλλά άμα το φροντίζω μπορεί κάποια στιγμή να παίξει. Μπαίνουμε μέσα τώρα; Έχει δουλειά και το σαλόνι.» 
            Και, περνώντας στο σαλόνι και τοποθετώντας τα πρώτα κεράκια στη βιβλιοθήκη..
            « Καλά, ρε Λάμπρο, ωραία όλα, αλλά, αφού δεν το ’χεις με τις γιορτές.. πώς;..»
            Γελάει ο Λάμπρος:
            «Επικίνδυνο να σε ξέρει κάποιος καλά! Γίνεται δύσκολος, αμείλικτος κριτής σου! Κοίτα, δεν είναι μόνο οι γιορτές, ούτε το νόημα που θέλουν να σου επιβάλουν. Κυρίως είναι η ανάγκη που κρύβουν από κάτω»
            «Κάτι σαν κι αυτό του Καβάφη που μου σχολίαζες τις προάλλες; Πώς λεγόταν το ποίημα .. εκείνο με τις γιορτές και τις φανφάρες των βασιλιάδων; ..» αναρωτιόταν ο Δίδυμος, την ώρα που άπλωνε το χέρι να κρατήσει τη σκάλα όπου ήταν κιόλας ανεβασμένος ο Λι.
             «Αλεξανδρινοί ποιητές. Ακριβώς, αδερφέ, γι’ αυτή την ανάγκη μιλάει.  Γι’ αυτή που μας οδηγεί στις γιορτές και τους στολισμούς. Η ανάγκη μας να στολίσουμε τον κήπο μας, τη βεράντα μας, το σαλόνι μας, τη ζωή μας, ψάχνει εναγωνίως χαραμάδες να τρυπώσει και να βγει στην επιφάνεια. Κι αν δε βρει, ακόμα καλύτερα: προκαλεί αυτή η ίδια τα ρήγματα. Αν δεν είχαμε τις γιορτές, θα τις επινοούσαμε. Στολίζω, γιατί αύριο υποδέχομαι τους φίλους μου. Στολίζω και στολίζομαι.»
            « Ναι, ναι .. και γιατί τα Χριστούγεννα θα υποδεχτείς τον Άνθρωπο που γεννιέται και την Πρωτοχρονιά το Χρόνο που αναγεννιέται.. Ρε Λάμπρο, αμάν, όλα από ’δω τα πας κι από ’κει τα φέρνεις!»
            « Μάλιστα. Και τώρα με στολίζεις κι εσύ, μου φαίνεται!..», αποφαίνεται ο κύριος Λι παριστάνοντας τον πειραγμένο.
            «Σε στολίζω, μπας και βάλεις μυαλό. Σε έχω βαρεθεί να κατηγορείς συνεχώς το mainstream και τελικά να κάνεις τα ίδια, όμως εσύ μετά λόγου και αιτίας, τάχα μου! Έχε χάρη, όμως˙ την ίδια ανάταση νιώθω για όλο αυτό, όπως τελικά κι αν το ονομάσεις. Οπότε, λέω να σε συγχωρήσω. Άλλωστε πρέπει να πάω να πάρω και την κουλούρα που έχω παραγγείλει. Για πέντε λεπτά πέρασα και έπεσα πάλι θύμα διάλεξης. Χαιρετώ!»
            To βράδυ, όταν έμεινε μόνος ο κύριος Λι,  πάτησε το μαγικό κουμπί που πλημμύριζε μουσική το σπίτι – τώρα η αγαπημένη του σονάτα του Σούμπερτ D.821- και  κάθησε θαυμάζοντας τα έργα του. Κι εκεί, ανάμεσα στα γιορτινά λαμπιόνια του, άνοιξε τα ποιήματα του Καβάφη. Αλεξανδρινοί ποιητές:

Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς
μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών

Ο Αλέξανδρος – τον είπαν βασιλέα
της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος - τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

Οι Αλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.

Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)˙
κ’ οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν,
ελληνικά κ’ αιγυπτιακά και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με το ωραίο θέαμα-
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.

            O Λι έμεινε για λίγο καθισμένος στον καναπέ. Τα φωτάκια κι οι νότες του Σούμπερτ χάιδευαν τις επιφάνειες, τις αισθήσεις, το χρόνο. Έστειλε ένα sms στο Δίδυμο: «Δεν είναι μόνο οι γιορτές ωραίες˙ είναι και το πριν των γιορτών», του γράφει, για να πάρει, προτού προλάβει  να τακτοποιήσει το κινητό του, την απάντηση: «Και το μετά, Λάμπρο, και το μετά!»

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

βαφτίσια



Η Μυρσίνη κι ο Sami είναι δύο υπάρξεις την ώρα που η νιότη τούς ψιθυρίζει γλυκόλογα. Είναι φοιτητές και κάνουν Erasmus στη Γαλλία. Βρίσκονται λοιπόν σε μια συνθήκη ολοζώντανη, σε ένα περιβάλλον μακριά απ’ αυτό που μεγάλωσαν και πολύ κοντά στον εαυτό τους, σε ένα περιβάλλον όπου τους προσφέρονται με το τσουβάλι γνώσεις ( αν θέλουν) κι εμπειρίες (θέλουν δε θέλουν). Σε ένα καζάνι που βράζει ζωή.
            Η Μυρσίνη ανταλλάσσει μέιλ με τον παλιό της καθηγητή, τον κύριο Λι. Συχνά ανταλλάσσουν links  κι αυτό τους αρέσει πολύ. Το τελευταίο της link, λοιπόν, που αφορούσε σε μια γαλλική σατιρική τηλεοπτική εκπομπή με τους Les inconnus, η Μυρσίνη το συνόδεψε με την παρακάτω φράση: «Ξέρω είναι δύσκολο. Αλλά με το Sami δίπλα για μετάφραση γλωσσική και νοηματική κάτι γίνεται».
            Η μετάφραση, σκέφτεται ο κύριος Λι, γλωσσική και νοηματική, είναι η πρόφαση της παραπάνω συνθήκης. Ο Sami δε θα είχε καμία διάθεση να καθήσει δίπλα μου, μαζί μου, εδώ, και να μου εξηγεί τα αστειάκια των inconnus. Εκεί γιατί το κάνει; Και πώς να την ονομάσουμε αυτή τη συνθήκη;
Επιχειρεί ο κ.Λ. κάποια βαφτίσια, αλλά περιγράφουν λιγότερα απ’ αυτά που σκέφτεται: Αυτό που ισχύει στη συνάντηση της Μυρσίνης και του Sami είναι 
ένας περιρρέων ερωτισμός, όχι,
μια απροσδιόριστη άνοιξη, όχι, όχι,
μία διάχυτη γοητεία, ή μάλλον
μία γραφική άγνοια της τραγικότητας της ύπαρξης, μπα, να το πούμε                                  υποβλητική παραπλάνηση ή 
επιβλητική μαγεία – παιδεύεται ο κ. Λ.
  Πάντως, όσο το παιδεύει, τόσο σιγουρεύεται: Οι συνθήκες πολλές φορές είναι αυτές που αποτελούν τις αιτίες. Kι όχι οι προφάσεις που εμείς χτίζουμε πάνω στις συνθήκες και τις θεωρούμε αιτίες.
  Χαμένος σ’ αυτές τις σκέψεις ο κύριος Λι πατάει το σύνδεσμο, για να δει τους inconnus. Τα γαλλικά τους του φαίνονται δύσκολα, λίγα καταλαβαίνει.
  Ίσως πέρασαν τα χρόνια και έχει αρχίσει να τα ξεχνάει.
  Ίσως είναι που δεν έχει και τον Sami δίπλα του..

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Καθρέφτης


             Κάπου κάπου σκέφτεται ο κύριος Λι να κρατάει ένα τετράδιο που θα το ονομάσει ΤΕΚΛΑ (Τετράδιο Κλεμμένων Αποσπασμάτων). Βλέπεις, του έρχονται στο μυαλό στις πιο απίθανες στιγμές κάποια αποφθέγματα, κάποιες φράσεις που ενώ τις βαφτίζει δικές του, είναι σχεδόν βέβαιος ότι κάπου τις έχει διαβάσει, ότι κάποιος άλλος τις έχει διατυπώσει.     
            Όταν το είπε στο Δίδυμο, αυτός γέλασε.
            «Εσύ είσαι φιλόλογος, Λάμπρο, εγώ θα σου θυμίσω το σεφερικό «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Κι επίσης», συμπλήρωσε, «είναι τόσο σοφές αυτές οι φράσεις;»
            Είχε δίκιο ο αδερφός του. Δεν είχε ιδέα πόσο μας ανήκει η κάθε μας σκέψη, η κάθε μας φράση, πόσο δικιά μας είναι ή τι ταξίδι έχει κάνει από τα βάθη του χρόνου και των ανθρώπων για να φτάσει σε μας.  Όμως αυτό δεν του χαλούσε του Λι την ιδέα για το τετράδιο. Ακόμα καλύτερα. Κι ύστερα, κάπως σα να ντρεπόταν απαντώντας στην τελευταία απορία του Δίδυμου:
            «Ε, καλές  είναι. Μερικές έχουν πολύ ζουμί.»
             Η σημερινή φράση τον επισκέφτηκε στο μπάνιο, καθώς λουζόταν. Ο Λι την τακτοποίησε έτσι που να είναι έτοιμη να γραφτεί στο ΤΕΚΛΑ:
            « Τη ζωή δεν τη διαμορφώνουν οι συνθήκες που σου τυχαίνουν να ζήσεις, αλλά το πώς ανταποκρίνεσαι εσύ στις συνθήκες αυτές».

             Ίσως δεν είναι ακριβές ούτε απόλυτο το νόημα τη φράσης. Έχει όμως πυροτεχνική λάμψη, λάμψη που την έχει ανάγκη ο άνθρωπος, όταν είναι να υιοθετήσει. Γιατί, βέβαια, μόλις σκεφτείς δυο αντιθετικά ακραίες συνθήκες ζωής (ας πούμε, ένα αστικό σπίτι στη Στοκχόλμη και ένα γκρεμισμένο διαμέρισμα στη Δαμασκό), αυτομάτως ακυρώνεται η απολυτότητα της φράσης. Εκεί οι συνθήκες ορίζουν – πώς όχι;  Όμως η φράση έγερνε, γέρνει. Στο δεύτερό της σκέλος («..αλλά το πώς ανταποκρίνεσαι εσύ στις συνθήκες αυτές») σε πάει στο δεύτερο πρόσωπο του ενικού κι αυτός είσαι εσύ και σου μιλάει προσωπικά πια για όσα δεν τολμάς και για όσα ονειρεύεσαι, για όσα μένουν πίσω σου από τις προσωπικές αναστολές σου, σε μαλώνει γλυκά, που σημαίνει σε προτρέπει και σε κινητοποιεί. Ζήσε, σου λέει, διαμόρφωσε τις συνθήκες σου, πάψε να μιζεριάζεις πάνω από το πτώμα της χαμένης μέρας που σου πρότεινε η καθημερινότητα. Ανάστησέ το εσύ, ερωτέψου, πάρε τη μπαγκέτα του μαέστρου και δώσε το έναυσμα.
            Σου λέει;
            Όχι, δε σου λέει. Σου διαμορφώνει την ατμόσφαιρα όμως να τα ακούσεις. Κι εσύ στήνεσαι μπροστά απ’ αυτό τον καθρέφτη, ίσως κάποια δευτερόλεπτα πιστεύεις στις μαγικές σου ικανότητες κιόλας, ναι, θα τ’ αλλάξω, ναι, εγώ, ναι, επιτέλους, ας κάνω κάτι.
            Και παίρνεις το μολυβάκι και υπογραμμίζεις τη φράση, αν ήταν σε κάποιο βιβλίο γραμμένη, και μετά τελειώνεις το βιβλίο και δεν το ξανανοίγεις, αλλά να που μετά, σε κάποιες ανύποπτες στιγμές η φράση σε επισκέπτεται, έστω και παραλλαγμένη, έστω και χωρίς τη γοητεία του περιβάλλοντος στο οποίο ανήκει, έρχεται και σε βρίσκει  όταν συζητάς, όταν ακυρώνεις το εισιτήριό σου, όταν σε ακυρώνουν τα μεγάλα προβλήματα, όταν μαγειρεύεις, όταν η ανησυχία σε κρατάει ξύπνιο τις νύχτες, όταν σκουπίζεις το πρόσωπό σου στην πρωινή πετσέτα.
            Ε, scripta manent. Δεν της αξίζει να αποτυπωθεί στο ΤΕΚΛΑ; Δεν αξίζει της μέρας μια αιωνιότητα;

οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Μάνεση

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Teath time

          “Πώς τα καταφέρνεις, βρε Μαριάννα;»,  ρωτούσε επίμονα ο κύριος Λι τη φίλη του που είχε σπάσει το δεξί της χέρι. «Δουλειά, σπίτι, υποχρεώσεις, θεραπείες, χωρίς δεξί χέρι, πώς τα βγάζεις πέρα;»
            Όταν ήταν κοντά, στη συζήτηση,  η Μαριάννα απέφευγε την ευθεία απάντηση, δεν πολυκούραζε με την κούρασή της το φίλο της, χαμογελούσε πολύ, ρωτούσε πολύ, ενθάρρυνε πολύ, ξεκινούσε κουβέντες για ωραία πραματάκια  που κέντριζαν το ενδιαφέρον, το χέρι ξεχνιόταν κρυμμένο στο γύψο του, ο γύρω χειμώνας μεταμορφωνόταν σε άνοιξη.
            Όταν ήταν μακριά, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η Μαριάννα και πάλι απέφευγε την απάντηση˙ την προσπερνούσε. Έστελνε τραγουδάκια και βιντεάκια, ευχές που προσγειώνονταν σε μια ισοπεδωμένη καθημερινότητα και τη βοηθούσαν να σηκωθεί, ρωτούσε πολύ και μετέφερε εικόνες μικρών καθημερινών της απολαύσεων: ένα βιβλίο με το πρώτο φως της ανατολής στον καναπέ, λίγο παιχνίδι και πολλή χαρά με τα ανίψια, μία προσμονή.
            «Πώς τα καταφέρνεις, Μαριάννα;»
            Σα να του φαινόταν του Λι ότι η φίλη του αποφεύγοντας την απάντηση απαντούσε.
            Κι αυτό ήρθε να το επιβεβαιώσει ένα ποίημα. Ένα ποίημα-έκπληξη που έφτασε με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Όπου η Μαριάννα δε μιλούσε για το χέρι, αλλά για τα δόντια. 
            Η φίλη του είχε μεταποιήσει σε ποίηση τα τελευταία της βιώματα. Καμία αναφορά πάντως στο ηττημένο χέρι. Καμία αναφορά σε ήττα, γενικώς. Το χέρι απλώς την οδήγησε να γνωρίσει άλλες περιοχές και λειτουργίες. Να γνωρίσει την τρίτη διάσταση, να φωτίσει αυτά που η συνήθεια έντυνε στο σκοτάδι της τόσον καιρό.
            Και έτσι, έγραψε για τα δόντια. Καιρός να σας πω γι’ αυτά, είπε: «Teath time»



Teath time (ένα ποίημα της Μαριάννας)

Για την τρίτη τους διάσταση δεν είχα υποψιαστεί τίποτα.

Είχα υπ’  όψιν μου τις φράσεις:
«Σε πονάει το δοντάκι»
«Σφίξε τα δόντια»
και το πιο αρχαιοπρεπές
και αιμοσταγές
«Οδούς αντί οδόντος»

Αλλά ιδέα δεν είχα
για το πώς γραπώνουν τη μεταλλική απόληξη,
τραβούν γρήγορα το φερμουάρ
και ανοιγοκλείνουν το τσαντάκι που έχω τώρα για πορτοφόλι.
Για το πόσο σφιχτά μπορεί να μπήγονται στο κουβαριασμένο βαμβακερό
ύφασμα ώστε να πνίγουν τις κραυγές του πόνου
για το πόσο γρήγορα και με μαεστρία μπορούν να κινηθούν
να με βοηθήσουν να διπλώσω, ναι με υπομονή και σε αργή κίνηση,
αλλά να μπορέσω να διπλώσω, το σεντόνι,
για το πόσο εύκολα έμαθα να στηρίζομαι σ’ αυτά
για να μεταφέρω ρούχα και υφάσματα,
από δωμάτιο σε δωμάτιο
σαν μαμά γάτα τα μικρά της.

Στην περίπτωσή μου αποδείχτηκαν
τα πιο συμπονετικά, τα πιο πρόθυμα
να βοηθήσουν.

Όμως αυτό που θαυμάζω
περισσότερο σ’ αυτά
είναι η λευκή τους υπαινικτικότητα
όταν δαγκώνω το σκούρο
κόκκινο σκληρό μήλο
και σε κοιτάω.

            Και κάτω από το ποίημα, σε μια παρένθεση, η Μαριάννα αναρωτιόταν:
                      «(Αυτή η σταδιακή αποκάλυψη των πραγμάτων δεν είναι μια χαρά της ζωής;)»

            Ο Λι διάβασε το ποίημα δυο και τρεις φορές. Γοητεύτηκε από  τις γωνιακές λήψεις της κάμερας, από την κίνηση αυτών που νόμιζε  άψυχων, την επιμονή στη θετικότητα, από την ήρεμη υπαινικτικότητα, από την έκπληξη του τέλους.
            Κυρίως, όμως, έμαθε ότι απαντήσεις στις ερωτήσεις μας μπορούμε να παίρνουμε με χίλιους και έναν τρόπους.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

προστακτικής κι αγάπης



            Καμιά φορά η φιλολογία προσφέρει υπηρεσίες εκεί που δεν το περιμένεις. Κι ο κύριος Λι το γνωρίζει καλά αυτό. Το έβαλε και σε εφαρμογή με τους φίλους του, με τη Νανά και με το Ζήση.
            Ζήση τον βαφτίσανε, αλλά οι φίλοι τον φωνάζουν Γκούφη – λίγο οι μεγάλες πατούσες, λίγο το ύψος και λίγο η καλοκάγαθη αφέλεια κι η ευπιστία του, στοιχείο που τον οδηγεί να λαθροβιώνει στο σύνορο συμπάθειας και οίκτου. Στοιχείο που απολαμβάνει και η γυναίκα του, η Νανά, άψογη καθ’ όλα, πλην λίγο τεμπελίτσα και βολεψού.
            Συχνός επισκέπτης στο σπίτι τους ο Λι, χρόνια τώρα ζει από κοντά το δεμένο ζευγάρι. Κι όταν ζεις από κοντά κάτι, μαθαίνεις. Παρατηρούσε, λοιπόν, ο Λι ότι η Νανά έχει επινοήσει και χρησιμοποιεί τακτικότατα κάποια είδη προστακτικής έγκλισης, τα  οποία οι Γραμματικές δεν έχουν καταχωρήσει. Πρώτο και καλύτερο, η «Ερωτηματική Προστακτική» (Ανεπισήμως, μπορεί να αποκαλείται και «Η Προστακτική της Νανάς», αν και την πατρότητα ή τη μητρότητά της θα μπορούσαν να διεκδικούν εκατομμύρια άλλοι). «Ερωτηματική Προστακτική», που μάλιστα περιλαμβάνει και υποκατηγορίες. Ας πούμε:
 Καθισμένοι στον καναπέ μετά από μια κουραστική και φορτωμένη μέρα.
            Νανά: « Από κάπου κάνει ρευματάκι. Έχουμε κλείσει το παράθυρο του μπάνιου, Ζήση;». Υποκατηγορία: Διαπιστωτική Ερωτηματική Προστακτική.
            Άλλο. Επίσης καθισμένοι μετά από μια φορτωμένη και κουραστική μέρα. Αυτό άλλωστε είναι το περιβάλλον όπου ανθεί το είδος αυτής της Προστακτικής.
            Νανά: « Ωχ! Μαζέψαμε τα κακά του γάτου; » ή « Ζήση, πληρώσαμε τα κοινόχρηστα; αυτή έχει έρθει τρεις φορές.» Υποκατηγορία:  Απειλητική Ερωτηματική Προστακτική.
            Άλλο. Μπορεί φεύγοντας με το αυτοκίνητο.
            Νανά: « Μη μου πεις ότι ξεχάσαμε να πάρουμε το μπουφανάκι του παιδιού!» Υποκατηγορία: Θαυμαστική Ερωτηματική Προστακτική.
            Αυτά και πολλά άλλα είδη προστακτικής έχει επινοήσει και υιοθετήσει η Νανά, τα οποία, βεβαίως, πιθανώς να μη φιλοδοξούσαν, όταν γεννήθηκαν, να γίνουν προστακτικές, αλλά να τα μετέτρεψε ο Ζήσης σε τέτοιες, με τον καλοσυνάτο, πρόθυμο, αυθόρμητο και λίγο αφελή χαρακτήρα του, καθώς αμέσως μετά από τέτοιου τύπου ερωτήσεις πάντα έσπευδε να εκτελέσει την υπολανθάνουσα εντολή.

            Κι εδώ έρχεται η προσφορά της φιλολογίας στο πολύπαθο θύμα της ερωτηματικής προστακτικής καταπίεσης, το Ζήση ή αλλιώς Γκούφη. Του τραβάει μια υποστηρικτική ανάλυση ο κύριος Λι, του μιλάει για τις προστακτικές και τα είδη τους, για τους χίλιους και έναν τρόπους που χρησιμοποιούν για να μας χειραγωγούν, τον διαφωτίζει, τον ξυπνάει. Και μετά ο Γκούφη:
            « Άσε, ρε Λάμπρο, αφού ξέρεις ότι δεν το ’χω με τη φιλολογία».
            Όχι, δεν το ’χει, σκέφτεται ο Λι. Κι άλλωστε, γιατί να έρχεται αυτός τώρα να διαταράζει τη σχέση ενός ζευγαριού που έχει χτίσει την όποια ισορροπία  του, που έχει βρει λύσεις, τις δικές του λύσεις,  στο πανθομολογουμένως δύσκολο πρόβλημα της αρμονικής συμβίωσης;

αφιέρωση: στο χέρι της φωτογραφίας :-)

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

πώς είσαι;

             Είναι χρόνια πολλά που έχει κάνει συνείδηση ο κύριος Λι ότι πολλά απ’ αυτά  που του αρέσουν στα βιβλία που διαβάζει (και δωσ’ του παίρνουν φόρα τα μολυβάκια, οι υπογραμμίσεις, οι σημειώσεις στο περιθώριο, τα χαμόγελα, η αναβίβαση του βιβλίου σε «πολύ καλό, πολύ καλό!») είναι αυτά που κρατάνε έναν καθρέφτη μπροστά του: αυτά που τον περιγράφουν, αυτόν και τη ζωή του. Μπορεί να τραβάνε στα άκρα την περιγραφή -   σωτήριο αυτό για την ψυχολογία του -, μπορεί να μη σημαδεύουν κέντρο ακριβώς, αλλά είναι σα να φέρνουν πεσκέσι απ’ το χωριό, προσφέρουν παρήγορη οικεία ζεστασιά, ψιθυρίζουν στ’ αυτί και μοιράζεται μαζί τους μυστικά που ξέρει πολύ καλά.
            Υπάρχει, ας πούμε,  μία πολύ συνηθισμένη ερώτηση των ανθρώπων που πάντα έφερνε τον Λι σε αμηχανία. Στον κάπως ιδιόρρυθμο ήρωα του Georgi Gospodinof, του «Περί φυσικής της μελαγχολίας» (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Ίκαρος, 2018) η αμηχανία αυτή διογκώνεται στα όρια της φοβίας, αλλά το αναγνωρίσιμο περιεχόμενό της κάνει τον κύριο Λι μας να απολαμβάνει την ανάγνωση, καθώς κάτι ξέρει κι αυτός από τον πόνο του ήρωα: Γράφει, λοιπόν, ο Gospodinof:

Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΦΟΒΙΑΣ
( ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΟΣ ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ)
            «Μια φίλη ένιωθε μεγάλο φόβο κάθε φορά που έβλεπε κούκλες. Κοκάλωνε όταν το βλέμμα της συναντούσε τα σιωπηλά τους μάτια. Εδώ που τα λέμε, πραγματικά, έδειχναν τρομακτικές μερικές κούκλες. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτός ο φόβος έχει περιγραφεί και έχει και όνομα – λέγεται «παιδοφοβία».
            Η δική μου η φοβία είναι ακόμα πιο τρομερή, επειδή το τρομακτικό μπορεί να βρίσκεται παντού. Δεν την έχω βρει σε καμιά νομενκλατούρα των φοβιών, ως εκ τούτου παραθέτω εδώ την περιγραφή της. Ας είναι αυτή η περιγραφή η δική μου μικρή επιστημονική συμβολή στον ατελείωτο κατάλογο των φοβιών.
            Φοβάμαι μια ερώτηση. Είναι μια εφιαλτική ερώτηση, που μπορεί κυριολεκτικά να πηδήξει μπροστά μου από την επόμενη γωνία του δρόμου, να κρυφτεί στο ξεδοντιασμένο στόμα της γειτόνισσας ή να την τραυλίσει ο εφημεριδοπώλης. Κάθε κουδούνισμα του τηλεφώνου συνδέεται μ’ αυτή την ερώτηση. Ναι, τις πιο πολλές φορές κρύβεται στο ακουστικό του τηλεφώνου:
            Πώς είσαι;
            Σταμάτησα να βγαίνω, δεν σήκωνα τηλέφωνο, ψώνιζα κάθε φορά σε διαφορετική αγορά για να μη συνάψω τις συνηθισμένες γνωριμίες της καθημερινότητας. Έσπαγα το κεφάλι μου να ανακαλύψω κάποιες αμυντικές απαντήσεις. Χρειαζόμουν μια νέα ασπίδα απέναντι στη βλακεία. Πώς να βρεις μια απάντηση που να μην αυξάνει την έλλειψη ταλέντου, να μην υποπίπτει σε κοινοτοπίες. Μια απάντηση που να μη σε αναγκάζει να χρησιμοποιείς έτοιμες φράσεις, μια απάντηση που να μην ψεύδεται, αλλά και να μην αποκαλύπτει κάποια πράγματα που δεν θέλεις να αποκαλύψεις. Μια απάντηση που δε θα προκαλεί μια μακρά συζήτηση χωρίς νόημα.
            Τι είδους υποκριτική παράδοση ετικέτας ήταν αυτή που διαμόρφωσε, πώς πλάστηκε μέσα στους αιώνες αυτή η υποκριτική ερώτηση. «Πώς είσαι;» αυτή είναι η ερώτηση. That is the question. (Η ανώτερη ερώτηση «να ζει κανείς ή να μη ζει» αντικαταστάθηκα απ’ το ποταπό αυτό ερώτημα, ιδού μια απόδειξη της κατρακύλας.)
            Πώς είσαι;
            Πώς είσαι;
            Πώς είσαι;
            Πώς απαντάς σε μια τέτοια ερώτηση;
            Δες την πονηριά που έκαναν οι Άγγλοι για να ξεφύγουν, όταν τη γύρισαν σε χαιρετισμό. Της αφαίρεσαν το μεδούλι, της πήραν το ερωτηματικό.
            Το «πώς είσαι» είναι η μπανανόφλουδα που σου βάζουν με καλοσύνη κάτω απ’ το πόδι, το τυράκι που σε παρασύρει στη φάκα του κλισέ.
            Το «πώς είσαι» είναι το ελαφρύ δηλητήριο της καθημερινότητας που σε εξασθενεί. Δεν υπάρχει ειλικρινής απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Δεν υπάρχει. Γνωρίζω πιθανές απαντήσεις, αλλά τις σιχαίνομαι, με καταλαβαίνετε; Τις σιχαίνομαι… Δεν θέλω να είμαι τόσο προβλέψιμος, να απαντάω «καλά, ευχαριστώ» ή «έτσι κι έτσι, όσο ζούμε ακόμα» ή «τι τα θες, κάτι γίνεται», ή …
            Δεν ξέρω τι κάνω. Δεν μπορώ να είμαι κατηγορηματικός. Για να σας απαντήσω πάνω κάτω, πρέπει να έχω ζήσει νύχτες, μήνες, χρόνια, να έχω διαβάσει τους πύργους της Βαβυλώνας από βιβλία, να γράφω, να γράφω… Η απάντηση είναι ολόκληρο μυθιστόρημα.
            Πώς είμαι;
            Δεν είμαι. Τελεία και παύλα.
            Ας είναι αυτή η πρώτη σειρά. Και αποκεί και πέρα ας αρχίζει η ειλικρινής απάντηση.»

            Eκείνη την ώρα, χωρίς να ξέρει το τηλέφωνο του Λι ότι βολεύει τέλεια σκηνοθετικά, ηχεί, ακριβώς μετά  το τέλος της ανάγνωσης του αποσπάσματος. Αυτομάτως, ο Λι σπεύδει να το σηκώσει. Αίφνης όμως το χέρι του μένει μετέωρο και μια παιχνιδιάρα απορία σχηματίζεται στο πρόσωπό του. Κι αν ;

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Στο βάθος κήπος



             Κανονίζει ραντεβού ο κύριος Λι με την Παλιά Μαθήτρια. Πού να πάμε;
            « Κάπου που να μην έχει δυνατά μουσική, να μπορούμε να μιλάμε» , δηλώνει, και περιμένει την αβίαστη συγκατάνευση της συνομιλήτριάς του. Δεν έχει λογαριάσει  και πολύ τα νιάτα και  τον αιρετικό της χαρακτήρα.
            «Πουθενά δεν έχει μουσική», την ακούει να αποφαίνεται˙ «πουθενά εκτός από εκεί που κάθονται για να κουβεντιάσουν και να φάνε.»
            «Δε σε πιάνω, μαθήτρια»
            «Είναι γελοίο. Θέλουμε να βρεθούμε, να συζητήσουμε, κι ενώ υπάρχει όλο το σύμπαν για να γίνει αυτό, δρόμοι, πεζοδρόμια, κήποι, πλατείες, παγκάκια, παραλίες, λόφοι, πάρκα, πεζούλια, σπίτια και δωμάτια, εμείς δυσκολευόμαστε, γιατί αυτομάτως τα έχουμε αποκλείσει όλα αυτά και σκεφτόμαστε μόνο μέρη που έχουν να φάμε και να πιούμε.»
            Ενθουσιάζεται ο Λι. Χαμογελάει. Tου αρέσει  η νεανική ματιά πάνω στα πράγματα. Πολλές φορές τη νιώθει να κρατάει τη φρεσκάδα και το δυναμισμό του νέου οργανισμού, να εκπέμπει την αθωότητα, την αφέλεια του άβγαλτου, του καινούριου.
             «Δεν έχασες καθόλου από την εφηβική σου σπιρτάδα, ε;»
            «Έλα, Λάμπρο, μην πας να τ’ αποφύγεις, γιατί  κι εσύ μετέχεις σ’ αυτό – μ’ όλο το σεβασμό. Ένας ολόκληρος πολιτισμός της καθημερινότητας βασισμένος στο φαΐ. Ποια δραστηριότητα το αγνοεί;  Γάμοι, βαφτίσια, κηδείες, γενέθλια και γιορτές, ιδιωτικά ραντεβού, εγκαίνια, γεύματα εργασίας, γνωριμίας, το πτυχίο μας, ο πρώτος μας μισθός, η προαγωγή μας, η σύνταξη, οι βαθμοί της κόρης, οι εκμυστηρεύσεις, τα ριγιούνιον, η επιστροφή από τις διακοπές, οι διακοπές, οι αναχωρήσεις κι οι αφίξεις, όλα, όλα οδηγούν στο φαγητό. Οι ιδεολογίες γεννιούνται, απλώνονται και καταρρίπτονται γύρω από ένα φορτωμένο με φαγητά τραπέζι. Στο βάθος κήπος.»
            «Πώς αλλιώς, βρε Μυρσίνη. Γίνεται να μεταλλαχτούμε; Δε θ’ ακολουθούμε τη φύση μας, δηλαδή;»
            «Και έτσι αν είναι, τότε ας χαμηλώσουμε λίγο την υποκρισία. Γιατί υποκρισία λοιπόν είναι όταν περνάμε το φαΐ στο παρασκήνιο και φωτίζουμε τις μεγάλες ιδέες πάντα.»
            «Κι αν το δούμε ανάποδα;», ρώτησε ο Λι.
            «Πώς, δηλαδή;»
            « Πως καταφέρνουμε με όλα αυτά τα τερτίπια μας να μη φωτίζουμε τη φυσική μας  ανάγκη, να την εξωραΐζουμε, και  πως πολιτισμός είναι αυτό ακριβώς: να μεταφράζουμε την αγριάδα της ανάγκης σε τύπους, τρόπους, συμπεριφορές, τέχνη, εκδηλώσεις ζωής που μας φέρνουν κοντά. Επιτρέποντας  τη διακριτική παρουσία του φαγητού από δίπλα. Ε;»
            Πάντα δύσκολα της έβαζε ο Λι της.  Ήξερε, άλλωστε, ότι θα υποχωρήσει κι ότι το ραντεβού θα το δίναν σε ένα ζεστό, χουχουλιάρικο χώρο. Ήξερε ότι οι κορώνες της για το ανθρώπινο είδος, όσο δυνατές και αν ήσαν, τον ρου δε θα τον άλλαζαν. Οπότε:
            « Ε, αν το δούμε ανάποδα, Λάμπρο, θα δώσουμε ραντεβού στη Χρυσόσκονη, που έχει και απαλή μουσικούλα. Ευχαριστημένος;»
            «Ε, ναι! Και ωραία μεζεδάκια!», το έκλεισε πειραχτικά ο Λι, απολαμβάνοντας ήδη τις στιγμές που θα περνούσε στο ζεστό μέρος με την αγαπημένη του Παλιά Μαθήτρια.

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Στενός κορσές


     
            Το αλλά.
            Ερχόταν. Έρχεται. Σχεδόν πάντα˙ με εμμονική συνέπεια. Υπομονετικό, στωικό, με την αντιπολιτευτική του διάθεση και τη βεβαιότητα της ανατρεπτικής του δύναμης τέτοια, που  κάνει τον κύριο Λι να το θεωρεί χαιρέκακο.
            Μετά από κάθε του σκέψη, κάθε του μικρή ή μεγάλη ανάλυση, κάθε κρίση, κάθε κουβέντα, κάθε του κατάθεση άποψης. Ήταν εκεί. Πανταχού και πάντα παρόν. Ερχόταν. Έρχεται. Και θα έρχεται – δε βλέπει να γλιτώνει απ’ αυτό ο ισόβια καταδικασμένος στα δεσμά του κύριος Λι.
            Το αλλά.
            Δεν άρχισε να έρχεται μόνο του, ακάλεστο. Την πρόσκληση του την έκανε μάλλον από τα χρόνια που άρχισε να σκέφτεται ο κάποτε μικρούλης Λι. Το φιλοξένησε άπειρες φορές, το περιποιήθηκε, το τίμησε και τώρα αυτό κάνει όπως έμαθε: έρχεται πάντα. Κάπως, σα να έχει το κλειδί και μπαινοβγαίνει ελεύθερα.
            Δεν είναι ότι δεν το θέλει. Του αναγνωρίζει αρετές. Του οξύνει την κρίση, τον βοηθάει να αμφιβάλλει και να εξετάζει περισσότερο, να σκέφτεται, να ζυγίζει τις θέσεις και τις αποφάσεις του, να φωτίζει και τη συνήθως αθέατη πλευρά των ανθρώπων και των πραγμάτων, να κατανοεί ευκολότερα, ή μάλλον λιγότερο δύσκολα, το διαφορετικό και το ανοίκειο.
            Αλλά..
            Να το. Ήρθε – αναμενόμενο ήταν.

            Αλλά του δυσκολεύει και τη ζωή. Του περιορίζει την ανεμελιά, την απρόσκοπτη χαρά και την ξένοιαστη διάθεση. Καθυστερεί τις αποφάσεις του και όταν τις παίρνει δεν τις υποστηρίζει θερμά. Του συσκοτίζει την καθαρότητα μιας θέσης. Tου ταΐζει το σαράκι της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης. Εντέλει, του ροκανίζει τον αυθορμητισμό.
            Τέτοιες στιγμές ζηλεύει όσους δεν πάσχουν από την κατάρα των αντιθετικών συνδέσμων, όσους δεν αναρωτιούνται και πολύ και τελικά βρίζουν, κλαίνε, γελάνε με την ψυχή τους, χωρίς εκπτώσεις. Όσους δε βασανίζονται για να αποφασίσουν, σε αντίθεση μ’ αυτόν που βασανίζεται τόσο πριν μιαν απόφαση όσο και μετά.
             «Χάνεσαι στη μετάφραση, αδερφέ», του είχε παρατηρήσει κάποια φορά ο Δίδυμος, όταν ο Λι του ανέλυε αυτές τις σκέψεις. «Έτσι κι αλλιώς, όμως, γιατί να το πολεμάς; Είναι τόσο φυσικό να το παθαίνεις, αφού τίποτα στον κόσμο δεν είναι μονοδιάστατο. Θα ‘θελες να σου έμενε σκοτεινή πάντα η μια πλευρά, να μη σου χαριζόταν;»
            «Ναι, ναι, δε διαφωνώ», βιάστηκε να υποχωρήσει ο Λι, «αλλά..» ..
            Το ‘κοψε, κοιτάχτηκαν κάτι δευτερόλεπτα στα μάτια και έβαλαν κι οι δυο τα γέλια δυνατά. 

αφιέρωση στο φίλο μου τον Νικόλα, αντίδωρο για την προχτεσινή κλεψύδρα
φωτογραφίες (μαντέψτε) του Γιάννη Μάνεση

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Ο Λουκουμάς


           Συναντήθηκαν κατά τύχη στο δρόμο, αλλά εύκολα υπέκυψαν στην πρόκληση μιας καθιστής κουβεντούλας σ’ ενός καφέ χρόνο. Δικού τους καφέ χρόνο. Και, καθώς ο κύριος Λι βούλιαζε στη φτιαγμένη για να είναι βολική αλλά τελικά άβολη καφεπολυθρόνα του:
            - Come stai, caro amico? ρώτησε, σα να ζητούσε  τα νέα του Τορίνο, της Ιατρικής, της Ιταλίας.
            - Άσε τα ιταλικά, δάσκαλε, τέλειωσα πριν δυο βδομάδες, το πήρα! Τώρα έχω τη μετακόμιση.
            - Ε, καλά.., πρόλαβε να αρθρώσει ο κ. Λι, παρακάμπτοντας τα αδιάφορα πρακτικά.
            - Τι καλά, δάσκαλε! Είναι πρόβλημα. Έξι χρόνια είναι αυτά. Έχει μαζευτεί πολύ πράμα στο διαμέρισμα. Και στο χαμόγελο του Λι, ο Τάκης άναψε κι άλλο:
            - Γελάς, αλλά αν ήσουν στη θέση μου, θα το ‘βλεπες αλλιώς. 
            - Όχι, Τάκη, απλώς σκεφτόμουν τι δαπανηρά πλάσματα που είμαστε οι άνθρωποι.
            Και άπλωσε στο τραπέζι με τα καφεδάκια που ήδη είχαν φτάσει τις σκέψεις του για τον ανθρώπινο χώρο.
            - Είναι απίστευτο πόσα χρειάζεται ένας άνθρωπος γύρω του για να ζήσει. Το σύμπαν διαστέλλεται, λες για να χωρέσει τον όλο και περισσότερο «αναγκαίο» χώρο του  καθένα μας. Δες πόσα τετραγωνικά θέλουμε για να ασφαλιζόμαστε από τον καιρό και τους κινδύνους.
            - Δε σε κατάλαβα..
            - Το σπίτι, λέω, ρε Τάκη, τα σπίτια μας. Κι ύστερα, δες με πόσα αντικείμενα το γεμίζουμε, για να συνοδεύουμε την κάθε μας ενέργεια, την κάθε μας κίνηση, την κάθε μας ανάγκη. Και δωσ’ του ντουλάπες, συρτάρια, ντουλάπια, αποθήκες, κούτες και κασέλες, και θήκες, θήκες για όλα – παπουτσοθήκες, βιβλιοθήκες, εργαλειοθήκες, δισκοθήκες, πιατοθήκες – και όλες γεμάτες απαραίτητα!  Κι όταν θα θελήσουμε  να διανύσουμε ένα δυο χιλιόμετρα, άαλλα εκεί: βενζίνες, μηχανές, ρύπανση, θέση για παρκάρισμα.. Ο κύριος Λι πάει στην Αθήνα, χειροκροτήστε! Παραμερίζουμε, Ποιητή, για να περάσεις! Μα πόση ενέργεια, πόσο χώρο.., σχεδόν μονολογούσε ο Λι αυτοαναφλεγόμενος.
            - Πολιτισμός λέγεται, Λάμπρο, μην ανάβεις, τι να κάνουμε δηλαδή..
            - Εντάξει, γιατρέ μου, τότε βάλε κι εσύ τον πολιτισμό στις κούτες, στο αεροπλάνο ή στο πλοίο και μη διαμαρτύρεσαι.
            - Άσε που  έχω και το Λουκουμά, το γάτο!
            - Έχεις και το γάτο και δεν έμαθες τίποτα τόσα χρόνια από τη γύμνια του; Από το τίποτά του; Από την τριχωτή του αυτάρκεια; Ο γάτος σου πιάνει σ’ αυτή τη γη τόσο χώρο όσο ακριβώς είναι το σώμα του. Χειμώνα καλοκαίρι. Το φαγάκι του και τίποτα παραπάνω. Άντε, και κανένα ταίρι το Γενάρη.
            - Μπα.. Τον έχουμε στειρώσει, Λάμπρο, απάντησε ο Τάκης υπομειδιώντας, με εμφανή όρεξη να ελαφρύνει την κουβέντα και να την επαναφέρει στα προσωπικά.
            Και το κατάφερε. Δεν είναι και δύσκολο αυτό με τον κύριο Λι. Κι ίσως και αυτό να ήταν το μεγαλύτερο κέρδος από την κάθε συζήτηση. Η διάθεση χαδιού που ένιωθες πάνω στο κάθε θέμα, ακόμα και σ’ αυτά που ήταν βαριά και πιάναν πολύ χώρο. 

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

A galopar

Ήταν ο καιρός που ο Λι πρωτογνώριζε τα ισπανικά, τους ισπανούς, ο καιρός που χωνόταν μέσα στην κουλτούρα τους, στη γλώσσα, στον πολιτισμό τους. Κι είχε πολύν ενθουσιασμό για ο,τιδήποτε ισπανικό.
Από τις ανακαλύψεις του και ο Paco Ibañez,  συνθέτης και τραγουδιστής, που ο Λι τον πρωτάκουσε στο δίσκο του από τη συναυλία στο Olympia. Ο Paco εκεί τραγουδούσε με μια κιθάρα, σε στίχους γνωστών ποιητών κι ο Λι γοητευμένος μυούνταν στα μυστήρια της ισπανικής τέχνης. Στεντόρεια, τρυφερή  και βέβαιη για τον κόσμο η φωνή του Paco, καθώς τραγουδούσε το Palabras para Julia, το Erase una vez, το Me lo decìa mi abuelito ..
..και το A galopar, ένα ποίημα  του Rafael Alberti, που ο Λι είχε καταλάβει ότι οι ισπανοί τον θεωρούσαν σημαντικό και τον είχαν στην καρδιά τους.

Έχει ένα ρυθμό ξεσηκωτικό αυτό το A galopar, περίπου σαν εμβατήριο. Δεν είναι γι’ αυτό, όμως που το ξεχώρισε. Tον  ενθουσίαζε ο στίχος  στο ρεφρέν που επίμονα επαναλαμβανόταν στο τραγούδι: “ a galopar, a galopar, hasta enterrarnos en el mar”, και που δεν ήταν τόσο δύσκολο να τον μεταφράσει και να τον ερμηνέψει: να καλπάζουμε, να καλπάζουμε, ώσπου στη θάλασσα να μας θάψουν. Που το καταλάβαινε «να αγωνιζόμαστε ως το τέλος της ζωής μας».
Το ένιωθε σα μια αποφασιστική προτροπή ζωής, ενέργειας, δράσης, αγώνα, τελικά, μια ένδειξη πεισματικής, αγωνιστικής, ανυποχώρητης στάσης. Κάτι σαν πυξίδα ζωής.
Του άρεσε η φράση, τη θυμότανε πάντα, τον ζέσταινε πολλές φορές στην πορεία των χρόνων που περνούσαν.
Ώσπου..
Ώσπου μετά από πολλά πολλά χρόνια, μόνο πριν λίγο καιρό, ήρθε ένα ελ. Ένα “l” που ο Λι δεν είχε παρατηρήσει και το άκουγε νι. Ένα “l” στη θέση ενός “n”. “Enterrarlos”, έλεγε ο στίχος, όχι “enterrarnos”. Να τους θάψουμε, δηλαδή, όχι να μας θάψουνε. Να καλπάζουμε, να επελαύνουμε ώσπου να τους πετάξουμε στη θάλασσα, να τους τσακίσουμε. Ο ύμνος στη ζωή είχε πάρει το σπαθί του και κάλπαζε κυνηγώντας τους εχθρούς! Ο Λι είχε ζήσει τόσα χρόνια μέσα στη γοητεία μιας παρεξήγησης. Γέλασε. Καθόλου δεν τον πείραξε. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, έχουν κι οι παρεξηγήσεις τη γοητεία τους.