Όταν κάπως παρορμητικά και χωρίς πολλή σκέψη, επεξεργασία
και σχέδιο ο κύριος Λι έκανε την πρώτη του βόλτα στη γειτονιά των ιστολογίων,
την 1η Οκτωβρίου του 2017, δε φανταζόταν τις ανοιχτές αγκαλιές που
θα συναντούσε.
Τα ‘χουν τα
ταξίδια αυτά. Πριν μόνο ελπίζεις˙ ύστερα
μαγεύεσαι.
Σα μαγεμένο
το μυαλό του κυρίου Λι φτερούγισε στη φιλόξενη αυτή επικράτεια. Μπήκε στους
κήπους, άδραξε καρπούς, συνομίλησε με τους κηπουρούς και τους ιδιοκτήτες,
γελαστοί, ευαίσθητοι άνθρωποι, για δες, και θαυμαστά τα έργα τους. Κι αυτή την
τέχνη του χαμόγελου, πόσο καλά την κατείχαν..
Όσο κι αν
κοινωνικός ο προσανατολισμός του, μοναχικός κατά βάθος χαρακτήρας ο ήρωάς μας, με τον καιρό μετέτρεπε το αρχικό
ξάφνιασμα σε αποκαλυπτική γνωριμία της παρέας, των ανθρώπων. Ζεστά ήταν εκεί.
Καλόμαθε. Κάθε μέρα μπαινόβγαινε στα σπίτια τους και κάθε Κυριακή πρωί τους
φίλευε από τα δικά του τα καλούδια. Χαρές πρωτόγνωρες.
Κι έτσι όλο
και παρέτεινε τη βόλτα του, όλο και ανέβαλλε την αναχώρηση – που δυσκολευόταν
να την πει αποχώρηση. Κι ας ήξερε ότι στους ελιγμούς και τις αναβολές μας ο
Χρόνος γελάει. Κι όταν πια αποδέχτηκε ότι το ποτάμι του χρόνου δε συζητάει μαζί
του, οχυρώθηκε τουλάχιστον σ’ αυτό: Η αγάπη του, η εκτίμησή του για τη γειτονιά
αυτή και τους ανθρώπους της δεν είχαν υποχωρήσει καθόλου με τον καιρό˙
αντιθέτως: είχαν λόγο και ρίζες και γνώση και βιώματα και μνήμες – στοιχεία που
τις ισχυροποιούσαν πολύ περισσότερο.
Ήξερε κι
απ’ άλλους χωρισμούς στη ζωή του: Όταν αγαπάς κάτι, φεύγοντας προσωρινά ή
μόνιμα, το παίρνεις μαζί σου. Του φτιάχνεις μια φωλιά μέσα σου και ζεις μαζί
του.
Δύσκολο
έργο, λοιπόν, μου ανέθεσε το αφεντικό σήμερα. Να δώσω ευχαριστίες, που όμως δεν
είναι αρκετές - πού να τις βρω τόσες; -, να μεταφέρω αγάπη και εκτίμηση, που
όμως δύσκολα περιγράφονται, να ζωντανέψω τα συναισθήματα αυτής της πορείας, που
εδώ κι αν σηκώνω τα χέρια. Τουλάχιστον είχε την ιδέα να πάρει το κλειδί μαζί
του. «Ποτέ δεν ξέρεις», είπε. «Άλλωστε, φεύγουμε χρωστώντας τόσα δώρα εδώ. Κι
αυτή η εκκρεμότητα μπορεί κάποια στιγμή να μας λυγίσει. Ας έχουμε ένα κλειδί
μαζί μας.»
Φεύγοντας, έρριχνε κλεφτές, διψασμένες ματιές, υποθήκες να πάρει μαζί του. Είδε:
την Άιναφετς στην εξοχή, στα λουλούδια της, λουσμένη στο φως. Στο δωμάτιο της πίσω αυλής τον Παραμυθά χαμογελαστό στις μεταφράσεις του.
Φεύγοντας, έρριχνε κλεφτές, διψασμένες ματιές, υποθήκες να πάρει μαζί του. Είδε:
την Άιναφετς στην εξοχή, στα λουλούδια της, λουσμένη στο φως. Στο δωμάτιο της πίσω αυλής τον Παραμυθά χαμογελαστό στις μεταφράσεις του.
τη Μαρία Γ.
βυθισμένη στα χρώματά της. Κίτρινα, πράσινα, καφέ τα πιο πολλά.
την Αννίκα
να ψάχνει κάτι σε κάποια βιβλία, σκυμμένη και αφοσιωμένη εκεί.
την Αρτίστα
– μα πού πήγε; - κάποιον φίλο θα βγάζει έξω απόψε. Και ξέχασε και την τοστιέρα
αναμμένη
το Γιάννη
να πληκτρολογεί στο μισοσκόταδο, δίπλα σε ένα παρήγορο ουισκάκι και στη
συλλογή του με τα παλιά dvd.
τη Μάνια να
φεύγει για εκδρομή με ένα κόκκινο αυτοκίνητο κι ένα αγαπημένο παλτό
το φιρίκι
στον κήπο, περιποίηση φυτών, τακτοποίηση, να συνομιλεί με το μικρόκοσμο του βουνού
τη Μοσχούλα
πνιγμένη στις σημειώσεις αλλά καθόλου πνιγμένη
το ξωτικό
να σκαλίζει τον υπολογιστή του, προσπαθώντας να βρει τι φταίει, να σηκώνεται και να κλείνει την πόρτα
την Πίππη
γελαστή να διαβάζει ένα βιβλίο σε ένα παιδικό δωμάτιο
τη Μαρίνα
να λάμπει και να βάφεται τραγουδώντας
τη fish eye να
πίνει καφέ έχοντας δίπλα τη φωτογραφική κι έναν αγαπημένο άσπρο σκύλο
την
Αναστασία στην κουζίνα να δοκιμάζει καινούριες συνταγές
την Τζοάννα
να διαβάζει –δίπλα μια τσάντα παστέλ
την Άννα να
φτιάχνει μια βαλίτσα – από τώρα για το νησί;
τον
Ευρυτάνα να ιχνηλατεί στις φωτογραφίες των περήφανων βουνών
τη Μαρία να
γράφει πυρετωδώς ιστορίες ανθρώπων και αγρίων
το αννετά…κι
να πακετάρει τις σημειώσεις του για τη μετακόμιση και
το λυσσιπάκι
να το κυνηγάει να πάρει και όσες άφησε πίσω
τη roadartist .. τη roadartist δεν την είδε,
κάπου στην Αθήνα θα γυρνούσε με τη φωτογραφική της
τη φακίδα
να παίρνει τα χαραγμένα στην καρδιά της μονοπάτια
τη Βασιλική
να ζωγραφίζει με χρώματα αχνά την άνοιξη
την
Κατερίνα να σημειώνει και γύρω πολλά καλά βιβλία
τη Μεμαρία να
φτιάχνει χάρτινα καραβάκια για να ταξιδεύει τη γήινη ματιά της
είδε και την άλλη Μαρία, και μια ακόμα, είδε και τη
Νικολέττα, ακόμα κι όσους είχαν σβηστά τα φώτα την ώρα εκείνη
Κλεφτές,
διψασμένες ματιές, ματιές αγκαλιές για όλους.
Ευσυγκίνητος
και χαζά περήφανος πάντα του, ας μην τον ξεμπροστιάσουμε τώρα σ’ αυτή την πολύ
δική του στιγμή. Ας τον δούμε μόνο καθώς απομακρύνεται,
ξέροντας πως έχει
πάρει το κλειδί μαζί του.