Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Ο Λουκουμάς


           Συναντήθηκαν κατά τύχη στο δρόμο, αλλά εύκολα υπέκυψαν στην πρόκληση μιας καθιστής κουβεντούλας σ’ ενός καφέ χρόνο. Δικού τους καφέ χρόνο. Και, καθώς ο κύριος Λι βούλιαζε στη φτιαγμένη για να είναι βολική αλλά τελικά άβολη καφεπολυθρόνα του:
            - Come stai, caro amico? ρώτησε, σα να ζητούσε  τα νέα του Τορίνο, της Ιατρικής, της Ιταλίας.
            - Άσε τα ιταλικά, δάσκαλε, τέλειωσα πριν δυο βδομάδες, το πήρα! Τώρα έχω τη μετακόμιση.
            - Ε, καλά.., πρόλαβε να αρθρώσει ο κ. Λι, παρακάμπτοντας τα αδιάφορα πρακτικά.
            - Τι καλά, δάσκαλε! Είναι πρόβλημα. Έξι χρόνια είναι αυτά. Έχει μαζευτεί πολύ πράμα στο διαμέρισμα. Και στο χαμόγελο του Λι, ο Τάκης άναψε κι άλλο:
            - Γελάς, αλλά αν ήσουν στη θέση μου, θα το ‘βλεπες αλλιώς. 
            - Όχι, Τάκη, απλώς σκεφτόμουν τι δαπανηρά πλάσματα που είμαστε οι άνθρωποι.
            Και άπλωσε στο τραπέζι με τα καφεδάκια που ήδη είχαν φτάσει τις σκέψεις του για τον ανθρώπινο χώρο.
            - Είναι απίστευτο πόσα χρειάζεται ένας άνθρωπος γύρω του για να ζήσει. Το σύμπαν διαστέλλεται, λες για να χωρέσει τον όλο και περισσότερο «αναγκαίο» χώρο του  καθένα μας. Δες πόσα τετραγωνικά θέλουμε για να ασφαλιζόμαστε από τον καιρό και τους κινδύνους.
            - Δε σε κατάλαβα..
            - Το σπίτι, λέω, ρε Τάκη, τα σπίτια μας. Κι ύστερα, δες με πόσα αντικείμενα το γεμίζουμε, για να συνοδεύουμε την κάθε μας ενέργεια, την κάθε μας κίνηση, την κάθε μας ανάγκη. Και δωσ’ του ντουλάπες, συρτάρια, ντουλάπια, αποθήκες, κούτες και κασέλες, και θήκες, θήκες για όλα – παπουτσοθήκες, βιβλιοθήκες, εργαλειοθήκες, δισκοθήκες, πιατοθήκες – και όλες γεμάτες απαραίτητα!  Κι όταν θα θελήσουμε  να διανύσουμε ένα δυο χιλιόμετρα, άαλλα εκεί: βενζίνες, μηχανές, ρύπανση, θέση για παρκάρισμα.. Ο κύριος Λι πάει στην Αθήνα, χειροκροτήστε! Παραμερίζουμε, Ποιητή, για να περάσεις! Μα πόση ενέργεια, πόσο χώρο.., σχεδόν μονολογούσε ο Λι αυτοαναφλεγόμενος.
            - Πολιτισμός λέγεται, Λάμπρο, μην ανάβεις, τι να κάνουμε δηλαδή..
            - Εντάξει, γιατρέ μου, τότε βάλε κι εσύ τον πολιτισμό στις κούτες, στο αεροπλάνο ή στο πλοίο και μη διαμαρτύρεσαι.
            - Άσε που  έχω και το Λουκουμά, το γάτο!
            - Έχεις και το γάτο και δεν έμαθες τίποτα τόσα χρόνια από τη γύμνια του; Από το τίποτά του; Από την τριχωτή του αυτάρκεια; Ο γάτος σου πιάνει σ’ αυτή τη γη τόσο χώρο όσο ακριβώς είναι το σώμα του. Χειμώνα καλοκαίρι. Το φαγάκι του και τίποτα παραπάνω. Άντε, και κανένα ταίρι το Γενάρη.
            - Μπα.. Τον έχουμε στειρώσει, Λάμπρο, απάντησε ο Τάκης υπομειδιώντας, με εμφανή όρεξη να ελαφρύνει την κουβέντα και να την επαναφέρει στα προσωπικά.
            Και το κατάφερε. Δεν είναι και δύσκολο αυτό με τον κύριο Λι. Κι ίσως και αυτό να ήταν το μεγαλύτερο κέρδος από την κάθε συζήτηση. Η διάθεση χαδιού που ένιωθες πάνω στο κάθε θέμα, ακόμα και σ’ αυτά που ήταν βαριά και πιάναν πολύ χώρο. 

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

A galopar

Ήταν ο καιρός που ο Λι πρωτογνώριζε τα ισπανικά, τους ισπανούς, ο καιρός που χωνόταν μέσα στην κουλτούρα τους, στη γλώσσα, στον πολιτισμό τους. Κι είχε πολύν ενθουσιασμό για ο,τιδήποτε ισπανικό.
Από τις ανακαλύψεις του και ο Paco Ibañez,  συνθέτης και τραγουδιστής, που ο Λι τον πρωτάκουσε στο δίσκο του από τη συναυλία στο Olympia. Ο Paco εκεί τραγουδούσε με μια κιθάρα, σε στίχους γνωστών ποιητών κι ο Λι γοητευμένος μυούνταν στα μυστήρια της ισπανικής τέχνης. Στεντόρεια, τρυφερή  και βέβαιη για τον κόσμο η φωνή του Paco, καθώς τραγουδούσε το Palabras para Julia, το Erase una vez, το Me lo decìa mi abuelito ..
..και το A galopar, ένα ποίημα  του Rafael Alberti, που ο Λι είχε καταλάβει ότι οι ισπανοί τον θεωρούσαν σημαντικό και τον είχαν στην καρδιά τους.

Έχει ένα ρυθμό ξεσηκωτικό αυτό το A galopar, περίπου σαν εμβατήριο. Δεν είναι γι’ αυτό, όμως που το ξεχώρισε. Tον  ενθουσίαζε ο στίχος  στο ρεφρέν που επίμονα επαναλαμβανόταν στο τραγούδι: “ a galopar, a galopar, hasta enterrarnos en el mar”, και που δεν ήταν τόσο δύσκολο να τον μεταφράσει και να τον ερμηνέψει: να καλπάζουμε, να καλπάζουμε, ώσπου στη θάλασσα να μας θάψουν. Που το καταλάβαινε «να αγωνιζόμαστε ως το τέλος της ζωής μας».
Το ένιωθε σα μια αποφασιστική προτροπή ζωής, ενέργειας, δράσης, αγώνα, τελικά, μια ένδειξη πεισματικής, αγωνιστικής, ανυποχώρητης στάσης. Κάτι σαν πυξίδα ζωής.
Του άρεσε η φράση, τη θυμότανε πάντα, τον ζέσταινε πολλές φορές στην πορεία των χρόνων που περνούσαν.
Ώσπου..
Ώσπου μετά από πολλά πολλά χρόνια, μόνο πριν λίγο καιρό, ήρθε ένα ελ. Ένα “l” που ο Λι δεν είχε παρατηρήσει και το άκουγε νι. Ένα “l” στη θέση ενός “n”. “Enterrarlos”, έλεγε ο στίχος, όχι “enterrarnos”. Να τους θάψουμε, δηλαδή, όχι να μας θάψουνε. Να καλπάζουμε, να επελαύνουμε ώσπου να τους πετάξουμε στη θάλασσα, να τους τσακίσουμε. Ο ύμνος στη ζωή είχε πάρει το σπαθί του και κάλπαζε κυνηγώντας τους εχθρούς! Ο Λι είχε ζήσει τόσα χρόνια μέσα στη γοητεία μιας παρεξήγησης. Γέλασε. Καθόλου δεν τον πείραξε. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, έχουν κι οι παρεξηγήσεις τη γοητεία τους.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Ένα ασανσέρ απόσταση



            «Στο Λαϊκό, Λάμπρο. Στην εντατική. Έχει αρχίσει να μην επικοινωνεί ενίοτε. Δεν έχει πολύ. Δύσκολα», έγραφε το αταίριαστα κυριακάτικο μήνυμα της Χρύσας.
            Με μια αποφασιστική για τα μέτρα του παρόρμηση, σε λίγη ώρα ο κύριος Λι βρισκόταν με τη Χρύσα στο κυλικείο του Λαϊκού. Γύρω νεαροί με άσπρες ρόμπες, πλαστικά μπουκαλάκια και ποτηράκια στο χέρι, επισκέπτες – προσωρινά ανακουφισμένοι δραπέτες των θαλάμων νοσηλείας - και μια αχώνευτη μυρωδιά δυσκολοχώνευτων τοστ.
Απέξω από το προαύλιο ερχότανε το ζωηρό βουητό της πόλης.
            Κάθησαν.  Ο Λι ιδεολογικοποιούσε την αδυναμία του:
            - Ήθελα μέρες να έρθω, Χρύσα, αλλά δυσκολεύομαι. Θα δυσκολεύομαι πάντα μ‘ αυτό το θέμα. Δε μου είναι καθόλου εύκολο, όταν ο άλλος ξέρει ότι θα πεθάνει. Σκέψου ότι τώρα προτιμώ να μην πάω πάνω, να μη την δω.
            - Ε, δεν είσαι κι ο μόνος. Οι περισσότεροι συγγενείς και φίλοι έχουν εξαφανιστεί. Δεν τους κατηγορώ.
            - Είναι η αμηχανία, η αξεπέραστη αμηχανία. Τι να πεις; Αν μιλήσεις για άλλα, είναι σαν να τους θυμίζεις αυτά που χάνουν οριστικά. Αν μιλήσεις γι’ Αυτό, είναι σα να τους βάζεις μπροστά στον καθρέφτη που δε θέλουν να βλέπουν. Το γέλιο είναι ανάρμοστο και η αρμοστή θλίψη είναι μια ανεπίτρεπτη επιβολή σκληρότητας.  Καταλαβαίνεις;

            - Καταλαβαίνω, του είπε η φίλη του σκεπτική, με ένα αδιόρατο, αφηρημένο χαμόγελο. Όμως δε θα ‘πρεπε να ήταν έτσι. Ζώντας όλο και πιο μακριά από τη φυσική ζωή, είναι φυσικό επόμενο να είμαστε ανέτοιμοι, απροετοίμαστοι, άτσαλοι μπροστά στο θάνατο. Αν δε μαθαίνουμε τη ζωή, πώς να μάθουμε το θάνατο; Σκέφτομαι ότι δεν είναι αναισθησία να σου μιλάνε σαν να πρόκειται να πεθάνεις, όταν αυτό ακριβώς συμβαίνει. Κι η μαμά, Λάμπρο, το ξέρει πως πεθαίνει.
            - Ναι, αλλά η γνώση δε σημαίνει και αποδοχή, ε;
            Η Χρύσα ξεπέρασε αδιάφορα τα λόγια του Λι.
            - Δεν έχει σημασία. Αν την ερμηνεύω σωστά, εκείνο που αποζητάει, όσο της μένουν δυνάμεις να αποζητάει κάτι, είναι η ανθρώπινη επαφή. Το άγγιγμα μιας ματιάς, ενός χεριού, μιας ψυχής. Άντε, πάμε πάνω, άσε τις κόνξες. Πού πας; Από ‘δω είναι το ασανσέρ.
            Ένα ασανσέρ απόσταση από το βουητό της πόλης, βρισκόσουν κιόλας στη στάσιμη ατμόσφαιρα ενός άλλου πλανήτη. Η ζωή κάτω, πίσω από τα παράθυρα του ορόφου, ξετυλιγόταν σα βουβή ταινία. Ένα ασανσέρ απόσταση.

οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Μάνεση
αφιέρωση       στη Σίσσυ

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Μπαμπούλας


            Περνώντας έξω από τον κινηματογράφο ο κύριος Λι, έρριξε τη ματιά του στην ταινία που παιζόταν. «Τι θα πει ο κόσμος» λεγόταν. Δεν την ήξερε. Κι εύκολα το μυαλό του ξεστράτισε.
            Η αντωνυμία «άλλος», στον πληθυντικό, και το ουσιαστικό «κόσμος», στον ενικό, σκέφτηκε, πρέπει να γράφονται με κεφαλαίο το αρχικό τους γράμμα: οι Άλλοι, ο Κόσμος – τουλάχιστον όταν συνδυάζονται σε ερώτηση με την έκφραση «τι θα πουν, τι θα πει;»: «Τι θα πουν οι Άλλοι;» «Τι θα πει ο Κόσμος;» Με ένα κεφαλαίο ανάλογο του ύψιστου τρομοκρατικού τους κύρους.
                        Γιατί έχει πρόσωπο ο Κόσμος, πρόσωπα. Της μαυροφορεμένης γιαγιάς που κάθεται στο απέναντι πεζοδρόμιο˙ του ξινού μπακάλη στη γωνία˙ της κυρίας Ντίνας, της μαμάς του Γιωργάκη, το πρόσωπο της γειτονιάς ολόκληρης. Και έχει και μάτια, πολλά μάτια, αλίμονο, των καινούριων συμμαθητών, των ντόπιων όταν φτάνεις στο νησί, του συλλόγου καθηγητών όταν μπαίνεις στο γραφείο και, γενικότερα, του Συλλόγου των Ενδελεχώς Παρατηρούντων την κάθε σου λεπτομέρεια που θέλεις να κρατήσεις κρυμμένη.
            Για κάποια χρόνια ο Λι τις λέξεις αυτές – οι Άλλοι, ο Κόσμος -  τις τοποθετούσε στους μπαμπούλες της παιδικής ηλικίας. Στα καλούπια εκείνα που έσπευδαν οι μανούλες του παιδικού κόσμου να προσαρμόσουν τα παιδάκια τους. Αποτελούσαν το αφοριστικό και αφοπλιστικό επιχείρημα  απέναντι στα ενοχλητικά «γιατί» των παιδιών. «Μ’ αυτή τη φούστα θα βγεις έξω;!» «Γιατί;» «Τι γιατί; Τι θα πει ο Κόσμος;».

             Κι όποια απάντηση κι αν επινοοούσε το ευφάνταστο κι επαναστατικό μυαλό των παιδιών, απορριπτική βέβαια για το συντηρητισμό της εξοργιστικής ρητορικής ερώτησης της μαμάς, το πρόσωπο του Κόσμου, τεράστιο, τρομακτικό, με μάτια γουρλωμένα και υψωμένο τον τεράστιο δείκτη του χεριού, με ύφος επικριτικό και απάρεσκο, είχε πια εγκατασταθεί εκεί, απέναντι, όπου κι αν έστρεφες απέναντι, έκανε μια βαριά σκιά και σ’ ακολουθούσε παντού. Μια σκιά.
             Η σκιά σου. Εσύ κι ο Κόσμος.
            Του άρεσε του Λι να το σκέφτεται έτσι. Μια αίσθηση, λες,  αποδόμησης του μπαμπούλα της παιδικής του ηλικίας.
            Νομίζει. Γιατί καθώς ανοίγει το σακίδιό του να βγάλει το κινητό του για να φωτογραφίσει στο απέναντι πεζοδρόμιο τον τίτλο του έργου που του έκανε εντύπωση, φροντίζει να καθυστερεί λιγάκι, μέχρι να περάσει το ζευγάρι που κατεβαίνει την Ακαδημίας και θα τον βλέπει να στέκεται μέσα στη βροχή και να φωτογραφίζει  - τι;- απέναντι. 
            Καλύτερα να περιμένει να περάσουν.