Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

μυγάκια


          Ένα μυγάκι.
          Το ονομάζουν μυγάκι.
          Το υποκοριστικό είναι το κανονικό του.
          Από την αρχή φαίνεται ότι κάτι δεν πάει καλά.

          Την ώρα, λοιπόν, που η μικρή φίλη του κυρίου Λι βγήκε από το αυτοκίνητο στην εξοχή, για να βγάλει μια σέλφι, ένα μυγάκι τρύπωσε από το ανοιχτό παράθυρο.
          Ο Λι, που καθόταν στη θέση του συνοδηγού, το αντιλήφθηκε λίγα λεπτά αργότερα, την ώρα που το αυτοκίνητο κυλούσε κιόλας στο μεγάλο χείμαρρο που ονομάζεται Εθνική Οδός και ξεβράζει ό,τι παρασύρει  στην πρωτεύουσα.
          Μια απαλή μουσική χάιδευε τ’ αυτιά των δυο επιβατών, καθώς αυτοί ταξίδευαν σιωπηλοί γεμάτοι από τις εικόνες που η φύση απλόχερα τους χάρισε στην εκδρομή τους. Κι εκεί, μπροστά στα μάτια τους, στο  παρμπρίζ του αυτοκινήτου, πετούσε το μυγάκι. «Πετούσε». Σκέτο. Πού να ξέρουμε αν πετούσε ανήσυχο, ανέμελο, απελπισμένο, αμήχανο, κουτουλώντας με αγωνία το τζάμι ή εξετάζοντας τις μυρωδιές του.  Δεν ξέρουμε. Πετούσε.
          Με ένα κλικ της σκέψης η λοξή ματιά τού κυρίου Λι αίφνης είδε έναν πρόσφυγα. «Αυτό το μυγάκι, σκεφτόταν, θα το ταξιδέψει το αυτοκίνητο χιλιόμετρα μακριά από την εξοχή. Σε δυο ώρες κιόλας θα είναι σε μια συνοικία της Αθήνας, το πιθανότερο εγκλωβισμένο μέσα στο αυτοκίνητο, χαμένο από τον κόσμο που έχει μέχρι τώρα γνωρίσει στη ζωή του. Τι σημαίνει αυτή η εξορία γι’ αυτό; Τι γνωρίζουν τα μυγάκια από αδιέξοδα και απελπισία; Πόσο, αλήθεια, θα βασανιστεί και πώς θα καταλήξει;»
          Σκεφτόταν και βασανιζόταν, ενώ ταυτοχρόνως το έβλεπε σε όλη τη διάρκεια να πετάει μπρος πίσω στο παρμπρίζ, χωρίς να σταματάει σε κανένα σημείο.  Δεν άντεξε. Ζήτησε από τη μικρή του φίλη να σταματήσει σε μια άκρη του δρόμου, άνοιξε τα παράθυρα και κατάφερε να οδηγήσει το μυγάκι έξω, στη φύση, έστω κι αν δεν ήταν η γειτονιά του.

          Απορημένος από την ίδια του τη σκέψη, τη συγκίνηση και την αντίδραση, αναλογιζόταν τη σημασία που έχει το μέγεθος στη σκέψη των ανθρώπων. Πώς, πόσο αυτό ορίζει τη σπουδαιότητα των όντων, πώς διαμορφώνει τις ιεραρχίες, πόσο ο ακόμα πρωτόγονος άνθρωπος, αυτό το πλάσμα που το ορίζουν οι φόβοι, υποκλίνεται στο μεγάλο μέγεθος και αγνοεί το μικρό. Και θυμήθηκε την ιστορία του πατέρα του, που την πρώτη μέρα των καλοκαιρινών διακοπών στο νησί του, βλέποντας μια μακριά σειρά μυρμηγκιών που παιδευόντουσαν να κουβαλήσουν τροφές στη φωλιά τους, αποφάσισε να πάει στον μπακάλη της γειτονιάς και να του ζητήσει λίγο στάρι. «Τι στάρι θες;», τον ρώτησε, κι επειδή δεν ήξερε να προσδιορίσει, ο μπακάλης τον ξαναρώτησε:  «Πες μου τι το θες, να σου δώσω αυτό που πρέπει.». Αμηχανία. Τόλμησε δειλά: «Να ταΐσω κάτι μυρμηγκάκια στον κήπο», ψιθύρισε.


          Σε λίγο θα φτάναν στην Αθήνα. Χωρίς μυγάκι. Η μουσική συνέχιζε να τους χαϊδεύει τ’ αυτιά, αλλά αυτοί οι δυο πια ήταν δυο μυγάκια που κουτουλάνε τα κεφάλια τους στο παρμπρίζ που τους εγκλώβιζε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

και οι φίλοι του κυρίου Λι είπαν: