Κάθησαν στο εναλλακτικό καφενείο. Δεν είναι το όνομά του
αυτό, ο κύριος Λι το λέει έτσι, με τη συνήθη κριτική διάθεση.
Κι εκεί
συνέβη το απρόσμενο˙ το αντίστροφο απ’ αυτό που θα χαρακτήριζε κανείς λογικό:
Δεν ήταν το Νησί αυτό που αποτελούσε το σκηνικό για τη συνάντησή τους, που
διαμόρφωνε την εικόνα και τους όρους στην ανάμνηση που χτιζόταν εκείνη την ώρα˙
ήταν αυτοί οι ίδιοι, η ίδια τους η συνάντηση, που διαμόρφωναν την εικόνα του
Νησιού˙ ήταν η ατμόσφαιρα που ανάβλυζε από μέσα τους και μεταξύ τους, που
χάριζε ιδιαιτερότητα και χαρακτήρα στο εναλλακτικό καφενείο, στο πρωινό, στον
αύγουστο, στο νησί.
Ήξερε ο κύριος Λι, ένιωθε, ότι εκείνο που θα
μείνει απ’ αυτό το πρωινό δε θα είναι τα γεγονότα, αλλά ακριβώς αυτό που
φαίνεται πως δε συμβαίνει – και πως γι’ αυτό δεν περιγράφεται και εύκολα. Η
φιλόξενη σκιά της μουριάς και το ελάχιστο φως που γλιστράει μέσα από το φύλλωμά
της, το ράθυμο, αγουροξυπνημένο πρωινό καθώς πάει να ρίξει λίγο νερό στο
πρόσωπό του, δυο χαμένοι στα στενά τουρίστες που κοιτάζουν δεξιά αριστερά, η
μυρωδιά ενός διεκπεραιωτικού τοστ, η επανάληψη του μικρού κουταλιού που
στριφογυρνάει στο φλυτζάνι, η εύθραυστη περαστική πεταλούδα, το κλάμα ενός
αόρατου μωρού που διαπερνά τις κλειστές πράσινες γρίλλιες, ο ξεφλουδισμένος
σοβάς στον απέναντι τοίχο, η υποψία της θάλασσας που στέλνει την υγρασία της,
όλα αυτά
και τόσα άλλα δυσπερίγραπτα αποκτούν αξία συνθετικών στοιχείων κατασκευής μιας
ανάμνησης βουτηγμένης στη συγκίνηση, καθώς περνούν από το ολοζώντανο φίλτρο της
συνάντησης του κυρίου Λι και της Μαντώς, καθώς διυλίζονται από την ίδια τους
τη διάθεση, αυτή τη διάθεση που
έντυσε τούτο το πρωινό με νόημα. Ένα
πρωινό που θα έλεγε κανείς, κάνοντας λάθος, ότι δε συνέβη τίποτα.
Καλοί φίλοι
σημαίνει και κοινή αντίληψη, ίσως. Οπότε:
- Πάει η
ξενάγηση στο Μουσείο, Λάμπρο, ε; - η Μαντώ.
- Ναι,
δυστυχώς ή ευτυχώς. Μας επιβλήθηκε η ξενάγηση στο παρελθόν και στο παρόν μας,
φιλενάδα – ο κύριος Λι.
- Δεν
πειράζει, ωραία είναι εδώ – η Μαντώ, συνοψίζοντας απλά όλα τα παραπάνω. Κι η
ματιά της στάθηκε στα αδύναμα ίχνη που άφηναν στον πεζόδρομο οι αχτίδες του
ήλιου που κατάφερναν και διαπερνούσαν το παχύ φύλλωμα της μουριάς.
- Komorebi, είπε.
- Ε;
- Μια
γιαπωνέζικη λέξη είναι, «αμετάφραστη», πολύ όμορφη. Σημαίνει ακριβώς αυτό: το
φως του ήλιου που περνά μέσα από το φύλλωμα του δέντρου.
Μετά από
λίγες μέρες ένα μέιλ της Μαντώς σταλμένο από την Πάρο έφτασε στον κύριο Λι. Ένα
μέιλ που του θύμισε την εύθραυστη, περαστική πεταλούδα του εναλλακτικού
καφενείου. Κάτω από μια φωτογραφία
βγαλμένη στην «κοιλάδα των πεταλούδων», λίγα χιλιόμετρα έξω από την Παροικιά,
έγραφε: « Οι φωνές και τα σφυρίγματα τις αναστατώνουν και πετούν εδώ κι εκεί,
ενώ θα έπρεπε να φυλάξουν την ενέργεια αυτή για το ταξίδι που τις περιμένει.»
Τι φωλιάζει
μέσα στις αναμνήσεις των πρωινών μας;
σημείωση: η τελευταία φωτογραφία είναι της (πραγματικής) Μαντώς :-)