Κάτι τέτοιες μέρες, παραμονές πρωτοχρονιάς, σαν σε ασκήσεις
γυμναστικής στη γραμμή του χρόνου, ο κύριος Λι συνηθίζει να διατρέχει τον άξονα
παρελθόν-παρόν-μέλλον.
Πίσω στο
χρόνο, λοιπόν. Ο εικοσιπεντάρης Λι παρουσιάζεται στο στρατό. Κεκαρμένος ήδη και
με ηθικό έρπον, το απομεσήμερο θα πάρει το πλοίο απ’ τον Πειραιά και θα φτάσει
στο νησί τα χαράματα.
«Θέλεις να
πάμε μαζί;», ο Νικόλας. Μαθήματα διακριτικής, ασχολίαστης συμπαράστασης. Σε
όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής του ο φίλος του ο Νικόλας ήταν εκεί. Φορές
μπορεί μίλια μακριά, αλλά πάντως εκεί. Δίπλα.
Τα πλοία
τότε είχαν κατάστρωμα γεμάτο κόσμο, κόσμο με άδεια από smartphone, τάμπλετ, κινητά χέρια. Βρήκαν δυο καθίσματα στην πρύμη, ακριβώς πάνω
από το κεφαλάρι της βαριάς μεταλλικής σκάλας, με θέα την άσπρη γραμμή που
άφηναν οι μηχανές του πλοίου, γραμμή που έδειχνε με ακρίβεια πυξίδας τη δύση.
Διάθεση
ευφρόσυνη οι φίλοι μας, στη μπάντα το κουρεμένο κεφάλι, μάλλον γιατί ήταν μαζί,
μάλλον γιατί ήταν νέοι, μάλλον γιατί είχαν το προνόμιο της ανεμελιάς. Γέλασαν
πολύ, σχολίασαν, ξομολογήθηκαν, έκαναν σχέδια, χάζεψαν τους γλάρους που
συνόδευαν το πλοίο πετώντας και επαιτώντας κάνα μεζεδάκι. Κι όταν ο ήλιος, βαθιά πορτοκαλής, κόντευε να
αγγίξει την υδάτινη γραμμή του ορίζοντα:
«Το ξέρεις
ότι ο ήλιος που βλέπεις δεν υπάρχει;», αποκάλυψε ο Νικόλας.
«Ε;»
«Αφού το
φως του Ήλιου ταξιδεύει οκτώ λεπτά μέχρι να φτάσει στα μάτια μας, ρε. Αυτό που
βλέπουμε εμείς τώρα έχει γίνει. Έχει δύσει ο Ήλιος. Και σε καμιά ακραία
περίπτωση, μπορεί να του έχει συμβεί και κανένα κοσμοϊστορικό και ούτε καν να
υπάρχει – πού ξέρεις τι γίνεται στο σύμπαν στα οκτώ αυτά λεπτά; Οπότε, άσε τις
ρομάντζες και συγκεντρώσου. Αυτό που βλέπεις δεν υπάρχει.»
Η
καλοκαιρινή νύχτα στην πρύμη του πλοίου, βιωμένη με ένταση, ένα παρόν πηχτό σαν το σκοτάδι γύρω, θα τους
χαρασσόταν βαθιά στη μνήμη. Ταξίδευαν
πάνω σε μια φωτισμένη γραμμή, ίδια λες μ’ αυτή του χρόνου, πάνω σε μια
φωτισμένη γραμμή που έσκιζε την άγρια νυχτερινή γαλήνη της θάλασσας, πάνω καθρέφτης της ο κατάμαυρος ουρανός με τα
μικρά του φωτεινά στίγματα αστεριών που
«μπορεί να μην υπάρχουν τώρα κι αυτά, Λάμπρο», πάνω σε ένα πλοίο που κουβαλούσε
τόσες ανθρώπινες ιστορίες, καθώς αδιάφορο
γλιστρούσε απαλά στα λιμάνια που έπιανε σκάλα. Ο Νικόλας φρόντισε να
φέρει δυο ποτάκια από το κυλικείο, η παρέα των φοιτητών δίπλα είχε βγάλει
κιόλας απ’ τη θήκη την κιθάρα, την
κοπέλα που τραγουδούσε φρόντισε το υποσυνείδητο των δύο φίλων να την ερωτευτεί
πάραυτα σκουντώντας επίμονα το συνειδητό μπας και ξυπνήσει από το λήθαργο,
κι ενώ η νύχτα
αυτή, παρούσα ακόμα, καταχωνιαζόταν ήδη
στη μνήμη τους σε διαστάσεις μύθου, το
πλοίο, απαλά κι ανεπαίσθητα κόντευε όλο και πιο πολύ στο ραντεβού του με το
νησί.
Τη θεωρία
των οκτώ λεπτών τότε την πρωτόμαθε ο Λι. Απ’ το φίλο του το Νικόλα. Την εκτίμησε
ακόμα περισσότερο όταν συνειδητοποίησε ότι μέσα σ’ αυτά τα οκτώ λεπτά , σ’ αυτή
τη λάμψη, στρώνει τη ζωή του, όσον καιρό
το φως ταξιδεύει. Και τη θυμάται πάντα καθώς τα ημερολόγια αλλάζουν το
τελευταίο ψηφίο τους κι από οκτώ το κάνουν εννιά, κι οι άνθρωποι δίνουν ευχές
για τον καινούριο χρόνο γελαστοί και σαν ανέμελοι, έτσι καθώς το πλοίο φωτεινό
γλιστράει απαλά στα λιμάνια των μικρών νησιών που πιάνει σκάλα.
αφιέρωση: έγινε ήδη: στο Νικόλα
αφιέρωση: έγινε ήδη: στο Νικόλα