«Ο δικός σου αύγουστος;»
Εγκλωβισμένος από τις περιστάσεις στην
αυγουστιάτικη Αθήνα, ο κ. Λ. ποτίζει τα λουλούδια της βεράντας του. Τα νερά, με
τη σκουριά για χρώμα, σχεδιάζουν χάρτες στο δάπεδο. «Αν τα αφήσεις, δε θα
βγαίνουν εύκολα».
« Όπως τα σχέδια για τα ταξίδια», σκέφτεται.
Τώρα πολεμάει να τα σβήσει με ένα συρματάκι
της κουζίνας και δυσκολεύεται. Διεκδικούν το δικαίωμά τους στο ανεξίτηλο..
«Ο δικός σου ο αύγουστος;»,
τον ρωτάει στο μέιλ η μικρή του φίλη.
Νιώθει πως αυτόν τον αύγουστο τον
ξοδεύει, έχει χρόνια πολλά να μη μυρίσει θάλασσα αυτό το μήνα, αρμυρίκι,
αλμύρα, να μη νιώσει να του ξεραίνει το δέρμα το αλάτι κι η θάλασσα.
Και του έρχεται στο μυαλό η βαριά φωνή του
Σεφέρη, να απαγγέλλει εκείνους τους στίχους από το Μυθιστόρημα:
«Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.»
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.»
Τους είχε αγαπήσει αυτούς τους στίχους, τον
είχαν συγκινήσει και εκφράσει, φοιτητής τους πρωτοδιάβαζε και κάπως χωρίς να το
καταλαβαίνει, όπως με όλα δηλαδή, διαμόρφωνε σκέψη, στάση, αντίληψη μέσα απ’
αυτούς· διαμόρφωνε τον άνθρωπο που θα ήταν στη ζωή του.
Εκείνη
την εποχή η κυρίαρχη τάση στο ποιητικό στερέωμα ήταν μια αίσθηση μελαγχολίας
και ήττας, μια αίσθηση ματαίωσης, σαν άλλο να θέλαμε να ζούμε και άλλο να
ζούσαμε. Σαν η ποίηση να ήταν μια οδός παραδοχής, αν όχι καταγγελίας, των
απουσιών. Και σαν τους χάρτες από το σκουριασμένο νερό στο δάπεδο της βεράντας,
τα σημάδια της τάσης αυτής, δερματόστικτα βαθιά χαραγμένα, δύσκολα
ξερριζώνονται.
Κι
ας την εμπαίζει τώρα ο κ. Λ. την τάση αυτή. Κι ας μοιάζει στο γέρο του Καβάφη,
που «Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.» Η αλήθεια είναι πως, ναι, πολλές πολλές φορές ο κ. Λ. άφησε ένα πλατύ ποτάμι να περάσει μέσα από τα δάχτυλά του χωρίς να πιει ούτε μια στάλα.
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.» Η αλήθεια είναι πως, ναι, πολλές πολλές φορές ο κ. Λ. άφησε ένα πλατύ ποτάμι να περάσει μέσα από τα δάχτυλά του χωρίς να πιει ούτε μια στάλα.
Ας είναι. Στέκεται στη
φωτεινή πλευρά τώρα. Σ’ αυτή που του υπαγορεύει να μην απαντήσει στη μικρή του
φίλη με τους στίχους του
Σεφέρη, όχι,
δεν καταδέχεται να αφήνει τη δροσιά να γλιστράει από τα χέρια του, σ’ αυτή την
πλευρά που τον οπλίζει με μια πολεμική κριτική απέναντι σ’ αυτή την τάση.
Έτσι
που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι: Ο κ. Λ. δεν παραδίνεται ή δεν παραδέχεται ότι
παραδίνεται;
βίντεο της katerina boukorou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
και οι φίλοι του κυρίου Λι είπαν: