«Δραπέτισσα
σκέψη», μονολόγησε ο Λι σχεδόν εκνευρισμένος, καθώς δεν κατάφερνε να βάλει σε
τάξη τις λέξεις μέσα του, την ώρα που είχε βυθιστεί σ’ αυτό που συνέβαινε
εκείνη τη στιγμή και του απορροφούσε σα μαύρη τρύπα τις εγκεφαλικές λειτουργίες
των αισθήσεών του.
Τίποτα το
μεταφυσικό. Σε ένα μικρό χώρο, καθισμένος πολύ κοντά στη σκηνή, παρέα με τη
Μικρή του Φίλη, άκουγαν μουσική. Τη μουσική συζήτηση που είχαν στήσει ένα
πιάνο, ένα κοντραμπάσο, τα ντραμς. Τίποτα μεταφυσικό. Ή, ίσως, όλα μεταφυσικά. Γιατί
μερικά πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή φτάνουν να μας βγάζουν από τη ζωή, να
διαμορφώνουν ένα δικό τους σύμπαν, όπου εκεί αισθήσεις, εκεί άλλη γλώσσα, άλλοι
κανόνες, άλλοι ρυθμοί. Μαύρες τρύπες της καθημερινής πραγματικότητας.
Ίσως γι’
αυτό δεν μπορεί να βρει περιγραφές της προκοπής ο ήρωάς μας. Κάπως σα να το
αντιλήφθηκε αυτό, παραιτήθηκε λοιπόν από την προσπάθεια να εξηγεί και αφέθηκε
στην απορρόφησή του από το μικροσύμπαν
που φιλόξενα οι τρεις μουσικοί τούς πρόσφεραν.
Στο σκοτάδι
ο χώρος˙ λίγο φως – φωτίζεται η μουσική; -, οι πρώτες νότες γεννάνε κιόλας
κόσμους, τα μάτια των μουσικών προσηλωμένα, ναι, αλλά μέσα – πού κοιτάζουν; -,
τα δάχτυλα έχουν ζωντανέψει, έχουν τη δική τους ζωή τώρα, χαϊδεύουν, αγγίζουν,
χτυπάνε και σίγουρα χαμογελάνε βαθιά. Οι ήχοι ξέρουν να κατακτούν. Ξεχύνονται
και με τρόπο υπόγειο κατακλύζουν το
χώρο. Η ιερή λειτουργία της μέθεξης. Είμαστε εκεί. Δεν είμαστε εκεί. Είμαστε
εμείς. Είμαστε εμείς αλλιώς. «Διάολε, πάλι στην παγίδα της περιγραφής έχω
πέσει», μονολογεί ξανά ο Λι. Το ξαναπαρατάει. Συνεπαρμένος από αυτή τη μαγεία
που συντελείται γύρω και μέσα του, αφήνεται να παρατηρεί μια σταγόνα ιδρώτα που
πέφτει πάνω στη βαθιά καφεκόκκινη επιφάνεια του κοντραμπάσου, που κάνει μια
μικρή διαδρομή χαϊδεύοντας το βερνίκι του σφενδαμιού και σταδιακά σβήνει,
χάνεται κι αυτή.
Πόση
αφοσίωση, προσήλωση, επιμονή, πόση αγάπη και ένταση, πόση επεξεργασία, σκέψη,
δημιουργία, πόσο πάθος, πόση μουσική, πόση ζωή
χωράει μέσα σε μια σταγόνα;
Φωτεινό το
σκοτάδι μέσα στο μικρό χώρο.
Αργότερα, βγαίνοντας, περασμένα μεσάνυχτα στον
κόσμο τούτο, ο Λι κι η Μικρή του Φίλη συναντήθηκαν με τους νυσταγμένους ήχους
και τις εικόνες της πόλης. Ο ράθυμος βρυχηθμός
της κοντινής λεωφόρου, μια μηχανή που βάζει μπροστά, ένα σκυλάκι δεμένο απ’ το
λουρί που κάνει τη νυχτερινή του βόλτα, τα παρκαρισμένα ακίνητα αυτοκίνητα. Στα
νερά της βροχής σπασμένα χρωματιστά
καθρεφτάκια του ουρανού. Η αντανάκλαση από τα φώτα της πόλης πρόσφερε διακριτικά
την ομαλή προσγείωση απ’ την πτήση.
αφιερωση: στο Σπύρο (αλλά και στον Αρίωνα και στον Αναστάση), ισχνό ευχαριστώ