Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

παραμυθία



             Ο κύριος Λι διαβάζει το βιβλίο της Hannah Kent  «΄Εθιμα ταφής», (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος, 2014). Τον ταξιδεύει στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ισλανδία. Εκεί  παρακολουθεί τους τελευταίους μήνες της καταδικασμένης σε θάνατο Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Ενδιαφέρον βιβλίο, ζωντανό,  με διεισδυτικά ηθογραφικά, ψυχογραφικά μέχρι και αστυνομικά στοιχεία.


             Ως συνήθως, όμως, ο Λι εστιάζει σε κάποιον δευτερεύοντα άξονα: ένας εφημέριος αναλαμβάνει να προσφέρει την απαιτούμενη αρωγή στην Άγκνες, για την προετοιμασία της ψυχής της «να επιστρέψει στους κόλπους του Θεού». Και την επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά. Και ο κύριος Λι συναντιέται  για άλλη μια φορά  στη ζωή του με τη μαγεία της δύναμης του λόγου. Παρακολουθεί πώς στις συναντήσεις ο λόγος θα σμιλέψει σιγά σιγά τη σιωπή, πώς η αρχική επιφύλαξη θα γίνει εκμυστήρευση, η τραχύτητα τρυφερότητα, πώς στο σκοτάδι της άρνησης θα χαράξει σταδιακά το φως, πώς το ανοίκειο θ’αποκτήσει  μορφή αγαπημένη, πώς οι κλειστές ψυχές σαν μπουμπούκια θα ανοίξουν.

            Το θυμάται καλά αυτό το θαύμα του λόγου και στην ιδιότυπης τρυφερότητας ταινία του Pedro Almodovar « Hable con ella» (Μίλα της). Εκεί πάλι ο Benigno, ένας μοναχικός νοσοκόμος, περιποιείται την Alicia, μια νεαρή, που, αν και είναι σε κώμα, χωρίς καμία επαφή με το περιβάλλον, αυτός της αφηγείται συνεχώς ιστορίες, χωρίς ποτέ να χάνει την πίστη του στη θαυματουργό δύναμη του λόγου.
           
            Παραμύθια, θα μου πείτε.
             Ακριβώς. Παραμυθία, στα αρχαία = παρηγοριά.  Παρά + μύθος, παρά + ἀγορεύω: στέκομαι δίπλα σε κάποιον και του λέω μύθους, λόγια, «παραμύθια». Και με τα παραμύθια ανακουφίζω τον προαιώνιο υπαρξιακό του φόβο, τον παρηγορώ, τον γαληνεύω.
            Αυτή τη βαθιά ανάγκη αφουγκράζεται ο Λι διαβάζοντας το βιβλίο της Hannah Kent. Την ανάγκη να λειάνει ο άνθρωπος τους φόβους του, τη μοναξιά του, την υπαρξιακή του αγωνία με τη σαγήνη, τη μαγεία, τη δύναμη του λόγου που παραστέκει˙ και παραμυθιάζει˙ και παρηγορεί. Έτσι  που να πλουτίζει με νόημα η ζωή, αυτή η, κατά Γιάννη Ρίτσο, «σπίθα στην ανυπαρξία».

            «Από τη θάλασσα το βγάζουν το αλάτι;»
            «Γιατί με ρωτάς τόσα πράγματα, Στέινα;»
            Το κορίτσι σωπαίνει, τα μάγουλά του ροδίζουν. 
          «Επειδή μου απαντάς», μουρμουρίζει. (σελ. 261)

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

μη χαθούμε...




            Με σκυμμένο κεφάλι προχωρούσε στη λεωφόρο, βυθισμένος στις βασανιστικές σκέψεις του από τα προβλήματα του Υιοθετημένου που τελευταία έχουν θεριέψει. Ένα χέρι στον ώμο του και μια χαρούμενη φωνή:
            -Επ! Τι κάνεις, ρε φίλε;
            Ο ρε φίλε ήταν αυτός, ο κύριος Λι, και το χέρι που συνέχιζε να τον ακινητοποιεί από τον ώμο ανήκε στη γελαστή φάτσα ενός περίπου εξηντάρη που τον κοίταζε ασκαρδαμυκτί. Λίγα μαλλιά, λίγα δόντια, λίγο ενδιαφέρον γενικά.
            - Δε με θυμάσαι; Ο Σακκάκης είμαι, ρε, στο πίσω θρανίο καθόμουνα!
            Πιέστηκε να χαμογελάσει και να παραστήσει τον έκπληκτα χαρούμενο ο Λι, αν και μόνο χαρά δε γεννούσε η απόδειξη της φθοράς του χρόνου που αντίκρυζαν φάτσα κάρτα τα μάτια του.
            Ο σχεδόν σακάτης Σακκάκης απτόητος συνέχισε να εκπέμπει ενθουσιασμό. Και ταυτόχρονα:
            - Θύμισέ μου μόνο το επίθετό σου, ρε παιδί μου.
            - Μαυρίδης, του είπε ο Λι αμήχανα, Λάμπρος Μαυρίδης - όνομα που συνοδεύτηκε με άφθονα «ναι» από τον συνεπαρμένο συμμαθητή.
            -  Ναι, ρε, ναι, ναι! Μαυρίδης, ναι ναι, πω, πω, πώς περνάν τα χρόνια, ναι, ρε, Μαυρίδης!!
             Πόσο κρατάνε αυτές οι συναντήσεις μέσα στα ρεύματα του κόσμου που ανεβοκατεβαίνει το πεζοδρόμιο της λεωφόρου; Τι λέει το πρωτόκολλο; Ένα, δύο, τρία λεπτά; Κι όμως, ο Σακκάκης κατάφερε σ’ αυτό το ελάχιστο του χρόνου να καταθέσει τόσο ένα σύντομο βιογραφικό  όσο και το μεγαλύτερο μέρος της κοσμοαντίληψής του (ή μήπως όλη;). Τα κιλά, η φυσική κατάσταση, η διατροφή, η έξοχη ζωή στην εξοχή («εγώ πάω στα Φιλιατρά Μεσσηνίας, ξέρεις, ε;»), τα χιλιόμετρα σωματικής άσκησης. Ο Σακκάκης, μέσα στον πανικό των σχεδόν εξήντα χρόνων του, επινοούσε το ελιξήριο της αιώνιας νιότης.


            Ο ώμος του Λι δέχεται τώρα τα φιλικά αλλεπάλληλα χτυπήματα του παλιού συμμαθητή, καθώς «χάρηκα που σε είδα, ρε» - κι ας εννοούσε περισσότερο «χάρηκα που με είδες» - και ετοιμάζεται να ξανασκύψει στις βασανιστικές σκέψεις για τον Υιοθετημένο, οι οποίες, πείσμονες, δε λένε με τίποτα να τον παρατήσουν.
            Πριν, αστραπιαία, περνάει από το μυαλό του: « Κι όμως, ήμουν ανύπαρκτος για τον Σακκάκη. Η γόμα του χρόνου είχε κάνει καλά τη δουλειά της τόσα χρόνια. Ανύπαρκτος. Δεν υπήρχα ούτε ως υποψία στο νου του. Τότε; Με τι συναντήθηκε ο συμμαθητής, που του προκάλεσε τόσον ενθουσιασμό;»
            Και προτού προλάβει να συλλογιστεί την απορία του, του χτυπάει την πόρτα και ένα αγαπημένο του ποιηματάκι, που το ανέσυρε στην επιφάνεια η ίδια η συνάντηση αλλά και το αγωνιώδες γάντζωμα του Σακκάκη από τη ζωή, μέσω υγιεινής  διατροφής και άσκησης.

                                                                              Να το:

- Τι κάνεις; Πώς τα πας;
            - Πώς να τα πάω; Τι να κάνω; Ό,τι μπο-
              ρώ˙ πεθαίνω.
            - Όλοι το ίδιο κάνουμε. Μόνον αυτό μπο-
    ρούμε.
            -Χάρηκα που σε είδα. Μη χαθούμε..
            - Ναι, μη χαθούμε..

(Αργύρης Χιόνης, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει,
 ενότητα Παίγνια και Σάτιρες, εκδ. Γαβριηλίδης, 2010)

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Τι κάνεις, Χανς;




            Είναι Σάββατο πρωί και ο κύριος Λι βρίσκεται με τη Μικρή του Φίλη και με αγαπημένους φίλους του στα Καλάβρυτα. Ήρθαν εδώ από χτες και διανυκτέρευσαν σε ένα μικρό ξενοδοχείο.
            Σταθερός στις συνήθειές του ο Λι ξυπνάει χαράματα, σηκώνεται προσεκτικά να μην ξυπνήσει τη Μικρή του Φίλη, ζώνεται μ’ ένα χοντρό μπουφάν και κάθεται στο μπαλκόνι να αφομοιώσει το τοπίο και τον τόπο. Η θέα προς το φαράγγι του Βουραϊκού. Την  παχιά πάχνη που χαϊδεύει τη χλωρίδα την απειλεί κιόλας ο μαχμουρλής πρωινός ήλιος. Την εκκωφαντική ησυχία του τοπίου συμπληρώνουν οι ήχοι της -  ένα βέλασμα, ένας κόκκορας, ένα μηχανάκι που αγκομαχάει χιλιόμετρα μακριά , κάποιος χτύπος. Άνθρωπος της πόλης ο Λι κι όμως την ξέρει πολύ καλά αυτή την εικόνα, αυτή τη στιγμή, αυτή την αίσθηση.
            Τώρα που είναι μόνος και απερίσπαστος, το σφίξιμο το αισθάνεται πολύ πιο έντονο. Έχει φαντάσματα εδώ, σκέφτεται, ώρες νιώθει πως το αίμα είναι νωπό στη γη. Ο εφιάλτης της σφαγής των Καλαβρύτων ζωντανεύει εφιαλτικά  κάθε φορά που επισκέπτεται τον τόπο ο Λι. Δεν μπορεί να σκεφτεί εύκολα την Ιστορία χωρίς πρόσωπα, χωρίς τους συντελεστές της. Μένει στους ανθρώπους, στη συμμετοχή τους, στην ευθύνη τους. Κι όταν διαβάζει «3.000 γερμανοί στρατιώτες της 177ης Μεραρχίας στο δρόμο για τα Καλάβρυτα κλπκλπ», σκέφτεται τον Χανς.
            Είναι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου ο Λι και βλέπει τον Χανς να πορεύεται από το φαράγγι του Βουραϊκού για μέρες, μαζί με χιλιάδες άλλους γερμανούς, που, έχοντας άνωθεν εντολές, κατακαίουν, πυρπολούν χωριά, Ρωγοί, Κερπινοί, Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Βισοκά, Φτέρη, Αυλές, εκτελούν τους κατοίκους τους. Μπαίνει στη θέση του, γίνεται αυτός Χανς. Αδυνατεί όμως, και πάλι. Τι κάνεις, Χανς; Από πού ήρθες; Πού μεγάλωσες; Ποια ήταν τα παιχνίδια σου, οι φίλοι σου, οι πρώτες σου μέρες στο σχολείο; Τι κάνεις, Χανς; Πού βρίσκεσαι; Ποιοι είναι αυτοί που ζουν στην πάχνη και στην πρωινή ησυχία; Ποιον αγαπάνε; Τι έφαγαν χτες;

            Αχώνευτη, αχώνευτη συνθήκη για τον κύριο Λι. Κολλάει το μυαλό του και επιμένει. Ο Χανς επιστρατεύτηκε και ήρθε. Δε ρωτηθήκανε οι στρατιώτες αν θέλουν να σκοτώνουν, δε ρωτηθήκανε αν θέλουν να μετατραπούν σε θηρία. Όμως να τοι. Στα χωριά των Καλαβρύτων. Είναι Δεκέμβρης και βρίσκονται στα χωριά των Καλαβρύτων, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη ζωή τους, και σκοτώνουν. Τι θα έκανα εγώ στη θέση του Χανς,  αναρωτιέται. Δεν υπάρχει ατομική ιστορική ευθύνη; Δεν υπάρχει συνείδηση να την ορίζει;
            Τι θα έκανα εγώ; Αδύναμος ο Λι, λέει πως θα κρυβόταν σε κάποια πυκνή συστάδα καθώς θα απομακρύνονταν οι δικοί του, θα έμενε όσο άντεχε εκεί και μετά, αφού παρατούσε το όπλο του, θα πλησίαζε με χέρια σηκωμένα σε εκείνο το σπιτάκι μακριά που καπνίζει και που κάποια φιγούρα είναι σκυμμένη στη γη. Με τη γλώσσα του σώματος θα μιλούσε για αγάπη και θα αφηνόταν στην τύχη του.
            «Κι αν;», ακούει από τώρα την αντίρρηση της παρέας που σκέφτεται να θέσει το θέμα αργότερα. «Κι αν;» Ε, τότε θα τον σκότωναν. Σ’ έναν κόσμο που σε βάζει στο δίλημμα να σκοτώσεις ή να σκοτωθείς, ο κύριος Λι προτιμάει να αγαπήσει.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Λι, αυτός ο sapiens





             Με πολύ ενδιαφέρον διαβάζει το “Sapiens, μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου» ο κύριος Λι, αφήνοντας το χειμωνιάτικο ήλιο να του φωτίζει τις σελίδες και να του χαϊδεύει το αυχενικό.
            « Απ’ όσο ξέρουμε, μόνο οι σάπιενς μπορούν να μιλάνε για πράγματα που δεν τα έχουν δει, αγγίξει ή μυρίσει ποτέ.(…) Αυτή η ικανότητα να μιλάμε για φανταστικά πράγματα είναι το πιο σπουδαίο χαρακτηριστικό της γλώσσας των σάπιενς. (…) Όμως η φαντασία δεν μας επέτρεψε μόνο να φανταζόμαστε πράγματα, αλλά και να τα φανταζόμαστε συλλογικά.» Καθώς όμως «κοινωνιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι το μέγιστο «φυσικό» μέγεθος μιας ομάδας που συνδέεται μέσω των προσωπικών σχέσεων είναι περίπου 150 άτομα, η εμφάνιση της φαντασίας και των κοινών μύθων ήταν το μυστικό του πώς κατάφερε ο χόμο σάπιενς να περάσει αυτό το κρίσιμο όριο και να φτάσει τελικά να δημιουργήσει πόλεις με δεκάδες χιλιάδες κατοίκους και αυτοκρατορίες με εκατοντάδες εκατομμύρια υπηκόους: μεγάλος αριθμός αγνώστων μπορούν να συνεργαστούν με επιτυχία αν πιστεύουν σε κοινούς μύθους.»

            Διακρίνει πολλή φρεσκάδα στη θεωρία αυτή ο Λι, συνεχίζει προσηλωμένος: «Οποιαδήποτε συνεργασία ανθρώπων σε μεγάλη κλίμακα – είτε πρόκειται για ένα σύγχρονο κράτος, μια μεσαιωνική Εκκλησία, μια αρχαία πόλη ή μια αρχαϊκή φυλή – είναι θεμελιωμένη σε κοινούς μύθους που υπάρχουν μόνο ση συλλογική φαντασία των ανθρώπων. Οι Εκκλησίες βασίζονται σε κοινούς θρησκευτικούς μύθους. Δύο καθολικοί που δεν έχουν γνωριστεί ποτέ τους μπορούν, παρ’ όλα αυτά, να πάνε μαζί σε μια σταυροφορία ή να συγκεντρώσουν χρήματα για τη δημιουργία ενός νοσοκομείου, επειδή κι οι δύο πιστεύουν ότι ο Θεός ενσαρκώθηκε και αφέθηκε να σταυρωθεί για να μας λυτρώσει από την αμαρτία. Τα κράτη βασίζονται σε κοινούς εθνικούς μύθους. Δύο Σέρβοι που δεν έχουν ξανασυναντηθεί ποτέ, μπορεί να διακινδυνέψουν τη ζωή τους για να σώσουν ο ένας τον άλλο επειδή και οι δύο πιστεύουν στην ύπαρξη του σερβικού έθνους, της πατρίδας Σερβίας και της σερβικής σημαίας(…)
            Ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά δε υπάρχει έξω από τις ιστορίες που επινοούν και λένε αναμεταξύ τους οι άνθρωποι. Δεν υπάρχουν θεοί στο σύμπαν, ούτε έθνη, ούτε χρήμα, ούτε ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε νόμοι, ούτε δικαιοσύνη, έξω από το κοινό φαντασιακό των ανθρώπων (…) Στους ακαδημαϊκούς κύκλους, τα πράγματα που φτιάχνουν οι άνθρωποι μέσα από αυτό το δίκτυο ιστοριών   είναι γνωστά ως ‘φανταστικά πλάσματα’, ‘κοινωνικές κατασκευές’ ή ‘φαντασιακές πραγματικότητες’ (…) Από τη Γνωσιακή Επανάσταση και μετά, λοιπόν, οι σάπιενς ζουν σε μια διπλή πραγματικότητα. Από τη μια, στην αντικειμενική πραγματικότητα των ποταμιών, των δέντρων και των λιονταριών˙ από την άλλη, στη φαντασιακή πραγματικότητα των θεών, των εθνών και των εταιρειών. Όσο περνούσε ο καιρός, η φαντασιακή πραγματικότητα γινόταν όλο κι πιο ισχυρή, μέχρι του σημείου που, σήμερα, η ίδια επιβίωση των ποταμιών, των δέντρων και των λιονταριών εξαρτάται από την καλοσύνη φανταστικών πλασμάτων όπως οι θεοί, τα έθνη και οι εταιρείες.»

            Χαμογελάει ο Λι. Του αρέσει πάντα να έρχεται αντιμέτωπος με την ανάλυση, τη λοξή οπτική γωνία, τη ρηξικέλευθη ματιά˙ να αναμετριέται με σκέψεις που φωτίζουν χώρους μέχρι τότε σκοτεινούς. Σημειώνει τις παρατηρήσεις του στα περιθώρια του βιβλίου, κάνει τις υπογραμμίσεις του, βάζει τα ερωτηματικά του και αποφασίζει ότι πολύ γρήγορα θα τα συζητήσει όλα αυτά  με τον Δίδυμο. Είναι ό,τι λιγότερο μπορεί να κάνει, για να τιμήσει το βιβλίο που ακόμα κρατάει στα χέρια του, παρόλο που εδώ και λίγη ώρα ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από κάτι συννεφάκια του δειλινού.

ΣΗΜ: Ο κύριος Λι διαβάζει το βιβλίο του Yuval Noah Harari "Sapiens, μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου", μτφρ. Μιχάλη Λαλιώτη, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2015

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

ἐκ πάσης γῆς τά πάντα







ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
          (Εισάγονται λοιπόν στην πόλη μας, καθώς είναι μεγάλη, όλων των ειδών τα καλούδια απ’  όλα τα μέρη του κόσμου κι έτσι και μεις έχουμε τη χαρά να απολαμβάνουμε με στον ίδιο βαθμό και τους καρπούς της γης μας αλλά και κάθε άλλης γης.)

          Αυτά έλεγε ο Περικλής κι αυτά σημείωνε ο Θουκυδίδης στον περίφημο και απολαυστικόν Επιτάφιο.
          Περίφημος κι απολαυστικός μεν, ύμνος δε στη Δύναμη και στην Επιβολή της Πόλης, αλλά  και στον ιμπεριαλισμό, θα τόνιζε και η αντιπολίτευσις..

          Τις μέρες που ο περίγυρος ακολουθεί, αναπαράγει, κοινωνεί τα έθιμα, ο κύριος Λι κινείται στην περιφέρεια αυτών των ρημάτων. Διστακτικός και περίσκεπτος. Τις προάλλες, περνώντας από μία κοσμική πλατεία, μία κοσμική ώρα, έξω από ένα κοσμικό ταχυφαγείο, είδε την ταμπέλα στην είσοδο: «δοκίμασε τα νηστίσιμα σούπερ burgers”. Ο περίγυρος, μέσα στην οχλοβοή, την κατανάλωση, τη διασκέδαση  της εδώ-είναι-η-ζωή  νυχτερινής πλατείας, ετοιμαζόταν για τη χριστιανική του νηστεία. Α, όχι! Ώρες ώρες η φυγόκεντρη δύναμη της περιφέρειας στην οποία κινείται ο ήρωάς μας είναι εκτιναχτική..
          Γνωστό: νηστεία για να «καθαρίσει» ο οργανισμός και η ψυχή, για να ανυψωθεί η πνευματικότητα, για να προσεγγίσει ο άνθρωπος το θείο (ε, το Θείον), για να ενδοσκοπήσει και να ηθικοποιηθεί. Κάπως έτσι.
          Και γίνεται έθιμο˙ συνήθεια˙ σκυτάλη από γενιά σε γενιά.

          Τι κρατάει, συλλογίζεται ο Λι, ο άνθρωπος από τα έθιμα; Ό,τι και το μωρό από τα εκπαιδευτικά δώρα: το περιτύλιγμα, μόνο αν είναι ελκυστικό κι αυτό. Από τις απόκριες το γλέντι, από τη νηστεία της καθαρής δευτέρας το φαγοπότι, από το Πάσχα το ντερλίκωμα του ματαίως θυσιαζόμενου για τα χριστιανικά οράματα οβελία. Η στέρηση δε μας ταιριάζει. Την καθαρή Δευτέρα καταφτάνουν στα λιτά χριστιανικά μας τραπέζια καλούδια απ’  όλες τις θάλασσες, που τα απολαμβάνουμε στον ίδιο βαθμό με όλα τα άλλα καθημερινά μας καλούδια, που θα ‘ λεγε και ο βαυκαλιζόμενος για το imperio του Περικλής.
          Από το έθιμο της  νηστείας κρατήσαμε την αφθονία, την πρωτότυπη ικανοποίηση της γαστρονομικής μας απόλαυσης, και το συνεπακόλουθο γλέντι.
          «Πρώτα χτίζει θεωρίες και ιδεολογίες για να βελτιώσει τον εαυτό του ο άνθρωπος», σκέφτεται ο Λι, «και μετά απλώς προσαρμόζει τις θεωρίες και τα ιδεολογίες στα μέτρα και στις ανάγκες του. Μικρός αυτός, μεγάλες αυτές, πού να τις φτάσει!»
          Του δίνουμε ένα δίκιο, ε;

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

"τι δουλειά κάνεις, κύριε;"


Ο κ. Λ. την είχε προσέξει από το διάδρομο: Άσπρη στολή, χοντρά μυωπικά γυαλιά, δόντια της έλειπαν και, καθώς ψαχούλευε κάτι κιβώτια με φάρμακα και ορούς, μιλούσε μόνη της, μάλλον «απαντώντας» σε μιαν  ασθενή που σε κάποιο δωμάτιο βάιζε.
            Τη χρειάστηκε να αλλάξει σεντόνια στη μητέρα του, οπότε την πλησίασε και της το ζήτησε. Παρόλο που την κάθε φράση της  την έκλεινε με το «κύριε», ο κ.Λ. διέκρινε μια κάποια αγένεια στην εκφορά του λόγου της και τον όλο τρόπο της.
            «Κάτσε, κύριε, περίμενε. Θα φέρω εγώ τα σεντόνια, να είσαι εκεί να τα αλλάξουμε, κύριε. Μη φύγεις» - χωρίς «κύριε» το τελευταίο.
            Κύριος ο κ. Λ., την περίμενε. Ήρθε σύντομα συνεχίζοντας να μονολογεί δυνατά και χωρίς κανείς να καταλαβαίνει το θέμα της. Μπορεί, άλλωστε, ο ίδιος ο μονόλογος να ήταν το θέμα της.
            «Έλα, κάτσε από κείνη τη μεριά και κράτα το, κύριε, να το τεντώσουμε και να το πιάσουμε από κάτω».  Και εκεί, καθώς είχαν σκύψει τα κεφάλια και οι δύο προσπαθώντας να τεντώσουν το σεντόνι στο προσκέφαλο της μαμάς, μπροστά στις υπόλοιπες ασθενείς που παρακολουθούσαν τη διαδικασία, «τι δουλειά κάνεις, κύριε;», ρώτησε δυνατά.
            Απρόσμενη ερώτηση, καθόλου της ώρας, απροσχημάτιστη και βίαιη εισβολή στον εσωτερικό του χώρο, ο κ. Λ. ξαφνιάστηκε και κάπως ντράπηκε. Δε συνήθιζε, άλλωστε, τα εν οίκω να τα κουβαλάει φυσικά και αβίαστα εν δήμω. Και ενώ, με χαμηλή πάντως φωνή,  απάντησε για το επάγγελμά του,  συμπλήρωσε αμέσως: « όπως και να ‘χει, δεν έχω εξασκηθεί στη δουλειά μου στο στρώσιμο σεντονιών».

            Φυσικά, το ήξερε ότι η ερώτηση δεν είχε γίνει σε σχέση με το στρώσιμο των σεντονιών. Ότι από καθαρή αδιακρισία έγινε, από χοντροκοπιά που επειδή ακριβώς είναι χοντροκοπιά δεν παίρνει καμιά προφύλαξη για να κρυφτεί, από έλλειψη καλών τρόπων, από αγένεια έγινε. Και η συμπλήρωση του κ..Λ., που συνδύαζε τη δουλειά του με το στρώσιμο των σεντονιών,  στόχο είχε να απαλύνει αυτή την αγένεια. Να δώσει ένα άλλοθι στην αδιακρισία   του άλλου. Να μειώσει την άσχημη εντύπωση. Να ισορροπήσει, τέλος πάντων, το διάλογο. Να κάνει να φανεί στον πραγματικό ή στο φανταστικό ακροατή πως αυτό που ακούστηκε δεν ήταν ακριβώς αυτό που ακούστηκε.
            Ο κ. Λ. είναι ένας άνθρωπος βαθιά ευγενής. Ντρέπεται για την αγένεια των άλλων. Είναι από τους τύπους που όταν η παρέα του φωνάζει ανάρμοστα σε κάποιον χώρο θα κοιτάζει γύρω απολογητικά. Που αισθάνεται άβολα όταν κάποιος δίπλα του παραβιάζει βασικούς κανόνες ευγένειας. Που ζητάει συγγνώμη ακόμα και γι’ αυτά που δεν έκανε.
            Έτσι πιστεύει, τουλάχιστον, ο ίδιος.
            Είναι όμως έτσι;

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Τ' όνειρο δε μουσκεύει στη βροχή




            Μπορεί ο κύριος Λι να είναι μια οντότητα άυλη και δη διαδικτυακή, όμως, μη  νομίζετε, έχει κι αυτός τα βάρη του. Και μπορεί, επίσης, να μη με έχει εξουσιοδοτήσει, εμένα, το βιογράφο του, να τα βγάζω όλα στη φόρα φάτσα κάρτα, αλλά κι εγώ τι σόι παντογνώστης αφηγητής θα ήμουν αν δεν παρείχα τις πληροφορίες που κρίνω στους διψασμένους αναγνώστες του;
          Τον έβλεπα, λοιπόν, προχτές που έσερνε τα βήματά του βαριά, γονατισμένος σχεδόν από τα σοβαρά προβλήματα που παρουσιάζονται με τον Υιοθετημένο. Και, καθώς αναρωτιόμουν πού βρίσκει και αντλεί δύναμη και κουράγιο όταν τον επισκέπτονται τα βάσανα, θυμήθηκα μια παλιότερη επιστολή του προς τον αδερφό του το Δίδυμο. Την παραθέτω:
          « ‘Όπου κι αν σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη’, έγραφε ο Οδ. Ελύτης, Μπούφο, θυμάσαι; Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Εγώ μνημονεύω κυρίως Ρίτσο. Ξέρεις γιατί; - δε θυμάμαι˙ την έχουμε ξανακάνει την κουβέντα; Λοιπόν, κοίτα.
          Το βιογραφικό του κατέχει το ρεκόρ της συσσώρευσης ασήκωτων βαρών. Δε θα στα πω με λεπτομέρειες, άνοιξε και κανένα βιβλιαράκι. Διάβασε, π.χ, το σημείωμα βιογραφίας που γράφει γι’ αυτόν η Αγγελική Κώττη. Από παιδί συναντιέται με το θάνατο του αδερφού του και της μητέρας του, με τη φυματίωση που θα τον απειλεί για δεκαετίες και θα τον στέλνει σε σανατόρια, άσυλα, νοσοκομεία, με τον εγκλεισμό του πατέρα του και της αδερφής του στο ψυχιατρείο, με τη φτώχεια για πολλά χρόνια, τον πόλεμο και την κατοχή και μετά με αλλεπάλληλες διώξεις, φυλακίσεις, εκτοπίσεις, εξορίες, τέλος πάντων, τα γράφω όλα μαζί και το χαλάω, το θέμα είναι να αντιληφθείς ότι αυτό ήταν το ασήκωτο πλαίσιο μιας 60ετίας περίπου.
          Τώρα, πες μου εσύ: Από πού βρίσκει και περνάει στην ποίησή του όλο αυτό το αστείρευτο φως,  όλος αυτός ο ασίγαστος δυναμισμός, η αγάπη για τη ζωή, η αισιοδοξία, η αγωνιστικότητα, η πίστη στον άνθρωπο, η εμμονή στις αξίες, σε ιδανικά και οράματα; Πώς φυτρώνει ένα κυκλάμινο «στου βράχου τη σχισμάδα»; Πού βρίσκει χρώματα κι ανθεί, πού μίσχο και σαλεύει;
          Γιατί Ρίτσο, λοιπόν;


Γιατί θέλω κι εγώ να ντύσω την πίκρα των ημερών με φως, πολύ φως
Ø ("Είναι άνοιξη πια, δε χωράει η πίκρα μέσα στο φως")
Ø ( " Όπου κι αν ψάξεις είναι φως, το φως κερδίζει απ΄την αρχή τα χέρια μας.")
Ø ( " γράφω στίχους, να διαλύσω με την ποίηση και με την αγάπη σου τη λύπη του κόσμου.")

κι όχι μόνο να το κερδίζω το φως, αλλά να το προσφέρω,
Ø («Α, να ΄σαι ήλιος, να χαρίζεις φως…»)
Ø ( " εμείς τραγουδάμε / για να σμίξουμε τον κόσμο » )

για να νιώθω τη χαρά και την αγάπη  της ζωής και του αγώνα που κάνει αυτή τη ζωή ομορφότερη.
Ø ( " Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας και δεν μπορούμε πια να κοιμηθούμε")
Ø ( " Ο κόσμος σου λέω, είναι όμορφος/ ό,τι κι αν πεις, ό,τι κι αν κάνεις/ όμορφος. Το μέλλον είναι σίγουρο/ αδελφέ μου. Ό,τι κι αν γίνει – σίγουρο./ δεν υπάρχουν πια αποσιωπητικά/ στη φωνή ή στη σιωπή μας./ Όμορφος. Μπορείς να κάνεις πίσω/ τους τροχούς του ήλιου;" )
Ø ( " άκου τι όμορφα που τραγουδάει η βροχή, τι όμορφα που τραγουδάει η καρδιά μας. Τ' όνειρο δε μουσκεύει στη βροχή." )
Ø ( " Ποτέ δε θα σωπάσω. Σα να φοβάμαι μη και δεν προφτάσω να τραγουδήσω όλη την ομορφιά και την αγάπη." )

Μνημονεύω Ρίτσο για την κατάφαση στη ζωή, την αισιοδοξία, το αύριο που το θέλω να χαμογελάει,
Ø ( " Βρίσκουμε τη φλέβα που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε" )
Ø ("Να λες ουρανός ·κι ας μην είναι" )
Ø ( "Καλημέρα σου λέω και το πιστεύω")
Ø ("Νιότη απ΄τη νιότη σου έπαιρνα")
Ø (   "Φύτεψα ένα δέντρο. Θα το μεγαλώσω. Ό,τι κι αν γίνει δε γυρίζω πίσω." )
γιατί, επιτέλους, συναντάω στάση ζωής και όραμα που μπορούν να εμπνέουν,
για τη συντροφικότητα που τόσο μας λείπει και τόσο την αποζητάμε
Ø ( " Όλη η καρδιά μου ζεσταίνεται στην παλάμη της στοργής σου")

Κατάλαβες, μικρέ, ή πρέπει να σου εξηγήσω;»

          Έτσι, κάπως απότομα, τελειώνει το γράμμα του Λι στον Δίδυμο και καθώς το βλέπω χαμογελάω και λέω πως ο ήρωάς μου θα τις αντέξει τις δυσκολίες που περνάει, έχει αναπτύξει καλές άμυνες με τα χρόνια και, ευτυχώς, η ποίηση γι’ αυτόν δεν έχει μείνει στο επίπεδο των ωραίων λόγων.






Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

δίκην κόκκινου λεκέ


           «Γραμμένο βαθιά στα κύτταρα του ανθρώπου πρέπει να είναι το δέος του απέναντι στο Μεγάλο. Σε κάθε τι που έχει μέγεθος.  Ένα δέος, βέβαια, που η κάθε εξουσία το εκμεταλλεύεται δεόντως. Και κείνο που είναι ενδιαφέρον να δει κανείς είναι πώς έχει καταγραφεί και καταγράφεται αυτό στις υποδηλώσεις της γλώσσας, στις αντιλήψεις μας, που θεωρούμε δεδομένες και περίπου δεν τις κρίνουμε καν, στο κοινωνικό μας υποσυνείδητο εν ολίγοις».
            Αυτά σημείωνε στο ημερολόγιό του ο κύριος Λι, ορμώμενος εκ του αντιθέτου. Εκείνο το πρωί είχε παίξει το ρόλο του δολοφόνου και μάλιστα του δολοφόνου που ασκεί το έργο του αντλώντας εκδικητική ικανοποίηση: Το κουνούπι που όλη νύχτα δεν τον είχε αφήσει να κοιμηθεί βρισκόταν, επιτέλους, δίκην κόκκινου λεκέ, στον τοίχο.


       
     Σαν αστραπή πέρασε η απορία από το μυαλό του: «Μόλις έκανες φόνο, τι πανηγυρίζεις; τι βαρβαρότητα συναισθηματικού κόσμου κι αυτή;» Τα αμυντικά αντανακλαστικά του λειτούργησαν κι αυτά σαν αστραπή. «Τι μπορώ να κάνω; Είμαι θύμα κι εγώ της περί μεγέθους βαθιά στα ανθρώπινα κύτταρα χαραγμένης αντίληψης: «δοξάστε τα υπερμεγέθη, ταπεινώστε τα μικρά κι ασήμαντα!»
            Επικαλείται ο κύριος Λι τους κοθόρνους στο αρχαίο δράμα – επιβολή του ιερού δια του μεγέθους στους θεατές -, τα φαραωνικά, μεγαλεπήβολα κτίσματα των αρχαίων ανατολικών λαών αλλά και τα αρχιτεκτονήματα του φασισμού στον εικοστό αιώνα, τεράστια για να εκμηδενίζουν τον άνθρωπο και να υμνούν τους εξουσιαστές, το διαχρονικό θαυμασμό, που τείνει να γίνει υποταγή, σε κάθε μεγάλο, τη διαχρονική μεγαλομανία των πάντων – «το μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης», «ο μεγαλύτερος ουρανοξύστης του κόσμου», «ο πύργος του Άιφελ έχει ύψος  τόσα και μέτρα..», τα ρεκόρ γκίνες που πάσχουν από μεγεθομανία - , τις άπειρες λέξεις άπειρων γλωσσών που (δεν) κρύβουν αυτή την πίστη στο Μεγάλο και την υποτίμηση στο Μικρό – «α, ρε, Μεγάλε!», «γίγαντα!», κοντοστούπης, τάπας, νιάνιαρο, σαμιαμίδι – ακόμα και τις προσφορές των σούπερ μάρκετ για ακόμα περισσότερο προϊόν στις συσκευασίες, το Μεγάλο στο ύψος, στην ηλικία, στην εμπειρία, στη γνώση, σε όλα τα αντικείμενα που συγκρίνουν τα παιδάκια μεταξύ τους, για να καμαρώσουν ότι το δικό τους είναι το μεγαλύτερο,
             επικαλείται αυτά και πολλά άλλα ο κύριος Λι, για να ελαφρύνει την κατηγορία που του απέδωσε η συνείδησή του, αυτή της ανέμελης δολοφονίας του κουνουπιού,
            και νάτος τώρα, έμπλεος αποριών, συνεχίζει να σημειώνει στο ημερολόγιό του «ωραία, και τι να κάνω τώρα, να τα αφήνω να μου πίνουν το αίμα ή να περιμένω να μεγαλώσουν, για να αναμετρηθώ μαζί τους σαν ίσος προς ίσα; Κι ύστερα; Πολεμιέται η χαραγμένη στα κύτταρα κατάστασή μας ή όχι; Πολιτισμός είναι να αλλάζεις τη φύση σου ή να την αποδέχεσαι και να τη διαχειρίζεσαι με τα μέσα σου  που συνεχώς εξελίσσεις;»

            Βαθέως στοχάζεται ο ήρωάς μας. Ούτε απ’ αυτό, φαίνεται, τη γλιτώνει. Βαθέως χαραγμένος στα κύτταρά του ο στοχασμός. Ας τον κατανοήσουμε. Μήπως κι εμείς δεν έχουμε τις βαθιά χαραγμένες στα κύτταρά μας αδυναμίες μας;